Η «Ύπαιθρος Χώρα» στη Θεσπρωτία
Των Ανθής Γεωργίου και Κυριάκου Λάμπρου
Ένα κοπάδι αγελάδες, μεγάλες και καλοζωισμένες, οι οποίες βόλταραν αμέριμνες καταμεσής του δρόμου, ήταν η πρώτη εικόνα της ηπειρώτικης γης, ξεκινώντας άλλο ένα ενδιαφέρον, αλλά και εποικοδομητικό οδοιπορικό. Πράγματι, για ακόμη μία φορά, οι εικόνες, τα αρώματα και οι γεύσεις, σε συνδυασμό με την αμέριστη και ακούραστη βοήθεια και την απλόχερη φιλοξενία τόσο των κατοίκων όσο και των παραγόντων, συνέβαλαν ώστε να ολοκληρωθεί με επιτυχία ακόμη ένα ταξίδι μας.
Πρώτος σταθμός του οδοιπορικού της «ΥΧ» στη φιλόξενη Ήπειρο, η Θεσπρωτία. Η μαγεία του τοπίου, τα επιβλητικά βουνά, η κοιλάδα του Αχέροντα και τα κάστρα συνέθεταν το παζλ αυτής της γης, που αποτελεί ακόμη μία πηγή πλούτου γι’ αυτήν τη χώρα.
Στη διαδρομή μας προς τα χωριά του Σουλίου και την Παραμυθιά, όπως κάθε φορά, χάσαμε τον δρόμο. Ζητώντας οδηγίες, μας έλεγαν να μην πάμε προς Νεράιδα, αλλά δεξιά προς Παραμυθιά, βάζοντας τη φαντασία μας να οργιάσει ότι σίγουρα κάτι μαγικό θα βρούμε εκεί. Και όντως, η φύση έχει κάνει τη δουλειά της, ώστε τόσο η διαδρομή όσο και το κάθε χωριό να είναι παραδεισένια.
Με τον Αχέροντα ποταμό να μην αποτελεί πια προπομπό… θανάτου σαν πέρασμα στον Άδη, διασχίζεις τα πεντακάθαρα γαλανά νερά του χωρίς να χρειάζεσαι τον οβολό. Απλώς κυλά ήρεμα, δίνοντας ζωή και ποτίζοντας τον κάμπο της Γλυκής και των γύρω περιοχών.
Από τη μία, τα σμαραγδένια νερά του Ιονίου, που θρέφουν τόνους ψαριών, και, από την άλλη, εκτάσεις με εσπεριδοειδή που ευδοκιμούν σε προστατευόμενη περιοχή Νatura, και συνάμα μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, αλλά και μεγαλύτερες που στηρίζουν την τοπική, αλλά και την εθνική οικονομία, συμπληρώνουν τους θησαυρούς της Θεσπρωτίας. Και μετά, μέρη και χωριά, όπως το Βασιλικό, η Αγία Μαρίνα, η Γκρίκα, η Αμπελιά και η Ψάκα, έφερναν στον αέρα μυρωδιές από… παράδοση.
Εκεί, ανάμεσα στις συνταγές για το καλό τυρί –το οποίο στηρίζεται στη βιοποικιλότητα της περιοχής και πάνε πίσω στον καιρό γενιές και γενιές–, το καλό τσίπουρο και το ούζο, βρέθηκαν στον δρόμο μας και οι ακούραστες και δραστήριες γυναίκες από το Σούλι. Ευτυχώς, τους πλάστες που κρατούσαν στα χέρια δεν τους χρησιμοποίησαν για να διώξουν τους… ακάλεστους επισκέπτες, αλλά για να μας δείξουν πώς ανοίγουν φύλλο, προκειμένου να ετοιμάσουν τις πεντανόστιμες παραδοσιακές πίτες και τα γλυκά τους.
Μέσα σε όλα αυτά, προστέθηκε και η… γνωριμία μας με τον πολιούχο της περιοχής. Η απορία των κατοίκων της περιοχής ήταν έκδηλη: «Μα, καλά, δεν ξέρετε τον Άγιο Δονάτο, τον πολιούχο μας;». Η αλήθεια είναι ότι δεν τον ξέραμε, αλλά… τον μάθαμε!
Πηγή σημαντικού πλούτου αποτελεί η γη της Θεσπρωτίας, τόσο στο ορεινό κομμάτι της όσο και στο πεδινό. Οι παραγωγές στον νομό μπορούν να ευδοκιμήσουν και ο τόπος να προκόψει. Τα προϊόντα της, και ειδικά τα γαλακτοκομικά, στηρίζονται στην ποιότητα και στην πλούσια γεύση τους από τη βιοποικιλότητα της περιοχής. Όμως, αυτό που λείπει και γίνεται αποδεκτό από τους παραγωγούς και τους παράγοντες της περιοχής, είναι η έλλειψη δυναμικότητας, αλλά και τεχνογνωσίας.
Βασίλης Παρόλας: Αναπτυξιακή προσπάθεια με καινούργιες προυποθέσεις
Αυτή την περίοδο, γίνονται σημαντικά βήματα από την Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Θεσπρωτίας-Πρέβεζας, με τη σύσταση Ομάδων Παραγωγών στην ελιά, στα όσπρια, αλλά και στην κτηνοτροφία, προκειμένου να αξιοποιηθούν όλες οι δυνατότητες που υπάρχουν. Έχει γίνει πλέον κατανοητό και αναγκαίο ότι κανείς δεν μπορεί να καταφέρει μόνος του το καλύτερο αποτέλεσμα στη διάθεση των προϊόντων του. Οι Ομάδες Παραγωγών μπορεί να βρίσκονται στην αρχή τους, αλλά ξεδιπλώνουν μια δυναμική, ώστε να επιτευχθεί η διάθεση επώνυμων πλέον προϊόντων, αποκτώντας προστιθέμενη αξία, αλλά και να μειωθεί το κόστος παραγωγής.
Στην Παραμυθιά, στις εγκαταστάσεις όπου συγκεντρώνεται και διατίθεται το καλαμπόκι, δυναμικότητας 4.000 τόνων, συναντήσαμε τον γενικό διευθυντή της ΕΑΣ Θεσπρωτίας-Πρέβεζας, Βασίλη Παρόλα. Μετά τη λύση και την εκκαθάριση της παλιάς Ένωσης, ο νέος πλέον συνεταιρισμός λειτουργεί από τον Αύγουστο του 2014 και απευθύνεται περίπου στο 80% της συνολικής αγροτικής παραγωγής του νομού.
Η ΕΑΣ έχει νοικιάσει όλες τις εγκαταστάσεις από την παλιά Ένωση και λειτουργεί ουσιαστικά με καινούργιους όρους. Είναι πλέον βιώσιμη, με ετήσιο τζίρο 4 εκατ. ευρώ. Στην Ένωση, εκτός από τις εγκαταστάσεις καλαμποκιού, ανήκουν και τρία καταστήματα γεωργικών εφοδίων, δύο σούπερ-μάρκετ, υπηρεσίες ΟΣΔΕ και λογιστικές υπηρεσίες στη Θεσπρωτία και στην Πρέβεζα.
Όταν οι παραγωγοί αποδεσμευτούν από το άγχος της διάθεσης της παραγωγής τους, θα μπορούν να φτάσουν μέχρι και σε τριπλασιασμό της παραγωγής τους
Στη δημιουργία μια ομάδας ελαιουργικού φορέα, με παραγωγούς ελιάς και ελαιολάδου, η οποία απαρτίζεται από 160 άτομα από όλη τη Θεσπρωτία, έχει προχωρήσει η Ένωση. Η ομάδα αυτή καλείται να υλοποιήσει μέσα στην τριετία ένα πρόγραμμα που έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αξίας 420.000 ευρώ. «Αυτή η ομάδα μάς βοήθησε να αυξήσουμε και τα μέλη του συνεταιρισμού από 30, τον Αύγουστο του 2014, σε 300. Ξεκινήσαμε μια αναπτυξιακή προσπάθεια με καινούργιες προϋποθέσεις και έχοντας ως βάση την επιχειρηματικότητα. Δεν μπορεί ο συνεταιρισμός να λειτουργεί με το παλιό μοντέλο, δηλαδή παρεμβαίνοντας στα πάντα. Παρεμβαίνουμε σε θέματα που αφορούν το συμφέρον των συνεταιρισμένων αγροτών. Αυτός είναι ο συνεταιρισμός, τα υπόλοιπα που αφορούν το καλό των αγροτών είναι δουλειά της κυβέρνησης», μας λέει ο Β. Παρόλας.
Την ίδια στιγμή, έχει δημιουργηθεί και μια Ομάδα Παραγωγών οσπρίων, η οποία αποτελείται από 25 άτομα. Η έδρα τους είναι στην περιοχή Φανάρι, στο παλιό νεκρομαντείο, στην περιοχή Καναλακίου. «Έχουμε επεκτείνει τα όρια του συνεταιρισμού και στην Πρέβεζα, καθώς η εκεί Ένωση πτώχευσε πριν από μερικά χρόνια. Η δραστηριότητα αυτή έχει μεγάλες προοπτικές για ανάπτυξη, καθώς έχουν εξαιρετικής ποιότητας όσπρια, φασόλια (μέτριο φασόλι, το μπαρμπούνι και το μαυρομάτικο) και ρεβίθια, και εμείς, ως συνεταιρισμός, μπορούμε να αναλάβουμε τη συλλογή, τη διαλογή, τη συσκευασία και τη διάθεση των προϊόντων. Στους αγρότες θα μείνει μόνο το παραγωγικό κομμάτι», τονίζει ο Β. Παρόλας.
Όταν οι παραγωγοί αποδεσμευτούν από το άγχος της διάθεσης της παραγωγής τους, θα μπορούν να φτάσουν μέχρι και σε τριπλασιασμό της παραγωγής τους. Αυτήν τη στιγμή, παράγουν 500 τόνους και οι δυνατότητες είναι να φτάσουν έως και τους 1.500 τόνους, ενώ όλοι τους διαθέτουν μεγάλες εκτάσεις γης. Μέχρι τώρα παράγουν μόνο όση ποσότητα οσπρίων μπορούν να διαθέσουν κατ’ ιδίαν οι γυναίκες στη λαϊκή και ο γιος στον πάγκο. Όπως εξηγεί ο Β. Παρόλας, τα περισσότερα, που πωλούνται, είναι εκτός φορολογικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα μόλις το 35% με 40% της συνολικής παραγωγής να περνάει μέσω της εφορίας.
Μονόδρομος η επένδυση στο επώνυμο προϊόν
Το μεγάλο πρόβλημα είναι η… ανωνυμία των προϊόντων των παραγωγών. Παράλληλα, τα 2/3 των οσπρίων στη χώρα εισάγονται και, σε συνδυασμό με τα ανώνυμα προϊόντα, οι τιμές συμπιέζονται. Έτσι, οι παραγωγοί υποφέρουν και από πλευράς τιμών, αλλά και από το υψηλό κόστος παραγωγής, που είναι μέχρι και 60% με 80% παραπάνω από άλλες χώρες. Επομένως, «δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλεις ανταγωνιστικό προϊόν με τέτοιους όρους. Ταυτόχρονα, πρέπει και η συνεταιριστική παραγωγή να αυξηθεί. Δεν μπορεί με μόνο 10% συνεταιριστική παραγωγή στην Ελλάδα, να έχουμε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα με οποιαδήποτε άλλη χώρα. Πρέπει να επενδύσουμε στο επώνυμο. Η ομάδα οσπρίων, που, αυτήν τη στιγμή, έχει συσταθεί, είναι στη φάση επιχειρηματικού σχεδίου για την προώθηση επώνυμου προϊόντος, που θα έχει να κάνει με την περιοχή προέλευσης. Κάνοντας πολύ καλή διαλογή, αλλά και συσκευασία, έχω την αίσθηση ότι το εγχείρημα θα πάει εξαιρετικά και θα μπορούμε να χτυπήσουμε και αγορές του εξωτερικού όπου εκεί οι τιμές θα είναι πολύ καλύτερες και για εμάς, αλλά και για τον παραγωγό», εξηγεί ο Β. Παρόλας.
Κτηνοτροφία
Ακόμα ένα εγχείρημα της Ένωσης αφορά και την κτηνοτροφία της περιοχής. Έχει δημιουργηθεί μία κτηνιατρική υπηρεσία, που παρέχει φάρμακα, με υπευθύνους έναν κτηνίατρο εκτροφής και έναν ζωοτέχνη. Ήδη, από τους 1.700 κτηνοτρόφους του νομού, οι 400 έχουν συνάψει συμφωνητικό υποστήριξης. Στόχος είναι να δημιουργηθεί μία ομάδα 50-60 κτηνοτρόφων, για να διασφαλιστεί η άριστη ποιότητα του γάλακτος.
Επόμενος στόχος είναι η εμπορία γάλακτος, η παστερίωση και γιαουρτοποίηση, καθώς και η αξιοποίηση των τοπικών τυροκομείων για φασόν παραγωγή τυροκομικών. Όλα αυτά με τέτοιες προδιαγραφές, ώστε να μπορούν να προωθηθούν τα προϊόντα στις αγορές τους εξωτερικού. Η επιλογή των κτηνοτρόφων, όπως τονίζει ο Β. Παρόλας, έχει γίνει με βάση τις δυνατότητες των εγκαταστάσεών τους, ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν το προϊόν από την παραγωγή μέχρι την επεξεργασία και την παραλαβή του τελικού προϊόντος: «Θέλουμε να υπάρχει πλήρης καθετοποίηση, με σωστές διαδικασίες, γιατί έτσι αποκτάς μεσο-μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, αλλά και βέλτιστη. Η προσπάθεια αυτή θα ολοκληρωθεί στα μέσα της χρονιάς, περιμένοντας να βγει και το αντίστοιχο πρόγραμμα για τις ομάδες των κτηνοτρόφων».
Συνεργασίες
Άλλος ένας βασικός στόχος του συνεταιρισμού είναι η συνεργασία με τις συνεταιριστικές οργανώσεις των Ιωαννίνων και της Άρτας, ώστε να επιτευχθεί παρέμβαση στο κομμάτι των εισροών: «Μεγαλώνοντας τον όγκο σε φυτοφάρμακα και λιπάσματα, θα μπορέσουμε να πετύχουμε μια μείωση τιμών στο 20%. Αυτό αμέσως απελευθερώνει τεράστιες δυναμικές τόσο στην παραγωγή όσο και στο κέρδος του παραγωγού, αυξάνοντας ταυτόχρονα και την απασχόληση, καθώς κρατάει τον κόσμο στην ύπαιθρο», τονίζει ο Β. Παρόλας.
Και συμβολαιακή γεωργία
Στα επιπρόσθετα πλεονεκτήματα που έχουν οι Ομάδες Παραγωγών, όπως μας λέει ο Β. Παρόλας, είναι η δυνατότητα λειτουργίας τους μέσω συμβολαιακής γεωργίας, σε συνεργασία με την Τράπεζα Πειραιώς, που αναπτύσσεται θετικά σε αυτόν τον χώρο. Με αυτόν τον τρόπο, «οι παραγωγοί μπορούν να εξυπηρετηθούν και από πλευράς κεφαλαίου κίνησης και από πλευράς εφοδιασμού. Παράλληλα, να μπορούμε κι εμείς να έχουμε τα απαραίτητα κεφάλαια κίνησης, να εξυπηρετούμε την απορρόφηση της παραγωγής των ομάδων και την προώθησή τους στο εμπόριο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και, συνοδευόμενο με την κάρτα του αγρότη, που προωθείται, μπορούμε να τα πάμε ιδιαίτερα καλά. Η σημαντικότερη παρέμβαση είναι αυτή στο κομμάτι των εισροών μέσω του συνεργατισμού για να μπορέσουμε να πετύχουμε μείωση, έστω 20%, και είμαστε σε πολύ καλό σημείο σε αυτό το κομμάτι», σημειώνει ο Β. Παρόλας.
Όσπρια: Στόχος το επώνυμο προϊόν
Για τις προσπάθειες που καταβάλλονται, ώστε τα προϊόντα τους να μη διακινούνται… τσάντα τσάντα, όπως χαρακτηριστικά λένε, αλλά να διατίθενται οργανωμένα στην αγορά, μας μίλησαν δύο παραγωγοί, οι οποίοι συμμετέχουν στην Ομάδα Παραγωγών για τα όσπρια. Από τα βασικά τους προβλήματα είναι το κόστος παραγωγής, ενώ αισιοδοξούν για τις προσπάθειες που γίνονται, ώστε να ανοίξει η αγορά με επώνυμο δικό τους προϊόν, αποκτώντας προστιθέμενη αξία.
Ο Δημήτρης Σωτηρίου είναι παραγωγός 150 στρεμμάτων οσπρίων (ρεβίθια, μαυρομάτικα, μέτριο και ψιλό φασόλι, πλακί, κοντό γίγαντα) από τον Μεσοπόταμο: «Ξεκινάμε αυτή την Ομάδα Παραγωγών, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα με τη διάθεση των προϊόντων μας, ώστε να καταφέρουμε να μπούμε και στην αγορά. Παραγωγή έχουμε. Η Ομάδα Παραγωγών θα μας βοηθήσει να προωθήσουμε τα προϊόντα μας στην αγορά. Έως τώρα ερχόμασταν γύρω γύρω στο εμπόριο χονδρικής και μόνοι μας στη γύρα. Όμως, αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο. Το κόστος παραγωγής έχει ανέβει πάρα πολύ από τα λιπάσματα, τους σπόρους, τα φάρμακα και τα ενοίκια, φτάνοντας τα 200 ευρώ το στρέμμα. Την ίδια στιγμή, η παραγωγή μας έχει παραμείνει σχεδόν στα ίδια επίπεδα. Ο βασικός μας στόχος είναι να φεύγει το προϊόν επώνυμο, ώστε να αποκτήσει προστιθέμενη αξία για εμάς τους παραγωγούς».
Ο Νίκος Κασκάνης είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς στο διαμέρισμα Κουκουλίου, με 500 στρέμματα, από τα οποία τα περισσότερα είναι με όσπρια. «Η Ομάδα Παραγωγών είναι το καλύτερο που μπορεί να γίνει. Έχουμε καταντήσει σαν… τσιγγάνοι, να πουλάμε την παραγωγή μας τσάντα τσάντα και να γυρίζουμε στον δρόμο. Δεν είναι κατάσταση αυτή. Πιστεύω ότι με την υποστήριξη και την παρότρυνση και του διευθυντή της ΕΑΣ Θεσπρωτίας-Πρέβεζας, Β. Παρόλα, θα κάνουμε την Ομάδα Παραγωγών, ώστε να μειώσουμε και το κόστος παραγωγής και να κάνουμε και κάτι που λείπει στην περιοχή μας. Μπορεί να παράγουμε 400 τόνους φασόλι, που είναι μια μεγάλη παραγωγή, αλλά φτάνουμε στο σημείο να το πουλάμε τσάντα τσάντα. Με αυτή την προσπάθεια, όμως, θα είναι εγγυημένα και θα διαθέτουμε τα προϊόντα μας πιο οργανωμένα. Θα ξέρει ο καταναλωτής από πού παίρνει το προϊόν μας, το οποίο θα είναι επώνυμο».
Χρώμα παράδοσης από τις Σουλιώτισσες
Το δικό του άρωμα σκορπά ο Γυναικείος Αγροτικός Συνεταιρισμός «Οι Σουλιώτισσες», δίνοντας ταυτόχρονα χρώμα στην Παραμυθιά. Το βραδάκι, που τις επισκεφτήκαμε, τις… πιάσαμε εν ώρα δουλειάς. Με τους πλάστες στα χέρια και βουτηγμένες στο αλεύρι, άνοιγαν φύλλο, έτσι ακριβώς όπως έκαναν οι μανάδες και οι γιαγιάδες τους, ετοιμάζοντας τις πεντανόστιμες πίτες τους για την επόμενη μέρα.
Το κατάστημα, που διατηρούν, διαθέτει γλυκά του κουταλιού όλων των φρούτων της περιοχής, μπισκότα, κουλούρια, σιροπιαστά παραδοσιακά, τραχανάδες, αλλά κυρίως πίτες. Οι κάθε λογής πίτες ήταν αυτές που τις έκαναν ξακουστές, αλλά και αυτές που αποτέλεσαν την αφετηρία τους.
Ο γυναικείος συνεταιρισμός λειτουργεί από το 2008 και μέλη του είναι δέκα γυναίκες από τα γύρω χωριά του Σουλίου. «Όλες οι γυναίκες είναι Σουλιώτισσες. Από εκεί, άλλωστε, πήραμε και το όνομά μας. Δεν είναι τυχαίο. Ταυτόχρονα, όλες είμαστε αγρότισσες. Ξέρουμε ότι ο τόπος μας είναι πολύ μικρός και φτωχός, αλλά εμάς μας κάνει περήφανες το γεγονός ότι είμαστε από εδώ», μας λέει η Ελένη Παπαδοπούλου, μέλος του συνεταιρισμού.
Η ανάγκη να κρατηθεί και να στηριχτεί η παράδοση, αλλά και να μεταδοθεί στις επόμενες γενιές, ήταν αυτή που τις ώθησε, ώστε να προχωρήσουν στη δημιουργία του συνεταιρισμού. «Δεν θέλαμε να χαθεί η παράδοσή μας. Θέλαμε και οι νέες γενιές, που δεν ξέρουν πολλά πράγματα απ’ αυτά που εμείς ζήσαμε, να μάθουν για τις παραδόσεις μας. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος δημιουργίας του. Παράλληλα, θέλαμε να βοηθήσουμε και τις οικογένειές μας με ένα επιπλέον εισόδημα. Όμως, και πριν από εδώ, ασχολούμασταν με τα χωράφια μας, με τις ελιές, με ό,τι έχει η καθεμιά από εμάς», τονίζει η Ελ. Παπαδοπούλου.
Οι γυναίκες του συνεταιρισμού είναι πολύ ικανοποιημένες, γιατί έχουν την αποδοχή του κόσμου: «Σκεφτείτε ότι εμείς εδώ είμαστε ένας πολύ μικρός τόπος και όλες οι γυναίκες στα σπίτια τους φτιάχνουν όλα αυτά που έχουμε εμείς εδώ. Παρ’ όλα αυτά, μας στηρίζουν. Όσοι δοκιμάζουν τα προϊόντα μας λένε τα καλύτερα και εμείς τα πιστεύουμε, γιατί αλλιώς θεωρώ ότι δεν θα ήμασταν εδώ», σημειώνει η Ελ. Παπαδοπούλου.
Τρία τυροκομεία με γεύση ηπειρώτικη
Από την καλύβα στο τυροκομείο και προορισμό τη Γερμανία
Στο Γαρδίκι Σουλίου, στην Παραμυθιά, συναντήσαμε τον Λευτέρη Ζαχαριά, ο οποίος λειτουργεί το τυροκομείο του από το 2008. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, καθώς όλα τα μέλη της οικογένειας τυροκομούν. Ως μπούσουλα έχουν την παράδοση και αυτό ακριβώς είναι το κύριο συστατικό της επιτυχίας τους. Σχέδιό τους, όπως μας λέει ο Λ. Ζαχαριάς, είναι να «συνεχίσουμε να φτιάχνουμε ποιοτικά προϊόντα, με σεβασμό στην παράδοση. Το γάλα δεν το πειράζουμε καθόλου. Το τυροκομούμε έτσι όπως είναι, παραδοσιακά, και όχι με μηχανήματα και διάφορες σκόνες. Τα συστατικά μας είναι γάλα και τίποτε άλλο».
Μπορεί η λειτουργία του τυροκομείου να ξεκίνησε το 2008, αλλά ακόμη και πριν, όπως μας λέει, όταν «δεν είχαμε σύγχρονα τυροκομεία, φτιάχναμε τυρί στην καλύβα. Φεύγαμε τα καλοκαίρια και πηγαίναμε πάνω στα αλβανικά σύνορα και τυροκομούσαμε εκεί σε καλύβες. Μαζί με τον παππού μας, έφτιαχνα τυρί από το 1968, όταν ήμουν πιτσιρίκος 15 χρονών. Είχαμε μεγάλα καζάνια εκεί πάνω στην εξοχή».
Η μισή ανάγκη γάλακτος καλύπτεται από δικά τους ζώα, τα οποία είναι ελευθέρας βοσκής στο Σούλι, και το υπόλοιπο από κτηνοτρόφους της περιοχής. Η δυναμικότητα του τυροκομείου, με δουλειά μέρα και νύχτα, είναι περίπου 5,5 τόνους γάλα. Με αιγοπρόβειο γάλα φτιάχνουν γραβιέρα, κεφαλογραβιέρα και ανάμεικτη φέτα με λίγο γίδινο και περισσότερο πρόβειο.
Περίπου το 30% της παραγωγής εξάγεται στη Γερμανία, ενώ, σύμφωνα με τον Λ. Ζαχαριά, παλεύουν να αυξήσουν τις εξαγωγές και «αν μπορούσαμε θα θέλαμε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής να εξάγεται και να μένει εδώ τόση όση χρειάζεται για να εξυπηρετούμε την τοπική κοινωνία. Να μη χρειαζόταν να δίνουμε στους εμπόρους. Και αυτό γιατί στο εξωτερικό οι τιμές είναι καλύτερες, ενώ εδώ χτυπιούνται μετά την κρίση.
Η επίσκεψή μας ολοκληρώθηκε με μία συμβουλή για τα… σκληρά τυριά: «Η νοστιμιά είναι ίδια και στην ώριμη και στην ανώριμη κεφαλογραβιέρα. Αν είναι όμως ανώριμη, σφυρίζει στα δόντια. Επίσης, αν το τυρί δεν έχει πρόσθετα μέσα, δεν χαλάει, και ας είναι εκτός ψυγείου».
«Μάστορας»: Σταθερή ποιότητα ανεξαρτήτως παραγωγής
Έχοντας έρθει στην Ελλάδα από το χωριό Μεσοπόταμος των Αγίων Σαράντα, πριν από 25 χρόνια, ο τυροκόμος της επιχείρησης «Μάστορας» στην Παραμυθιά, Σκέβης Βαγγέλης, μας υποδέχθηκε και μας μίλησε για την εταιρεία και τα προϊόντα της.
«Το τυροκομείο λειτουργεί με την επωνυμία ‘‘Μάστορας’’ από το 1966. Η δυναμικότητά του μπορεί να φτάσει και τους επτά με δέκα τόνους επεξεργασίας γάλακτος την ημέρα, αλλά τώρα κάνουμε γύρω στα 600 κιλά (γραβιέρας, κεφαλογραβιέρας, κεφαλοτυριού και φέτας)», μας λέει. Τονίζει, δε, ότι «η ζήτηση έχει πέσει πολύ τα τελευταία χρόνια και, πλέον, συνεργαζόμαστε με τους 10 από τους 20 παραγωγούς, που έχουμε στην περιοχή». Σημαντικό πρόβλημα για την επιχείρηση είναι και η έλλειψη ρευστότητας, καθώς η πληρωμή των παραγωγών πρέπει να γίνεται με την προσκόμιση του γάλακτος. «Το πρόβειο γάλα το αγοράζουμε 1 ευρώ/κιλό και το γίδινο 60 λεπτά/κιλό, με τη συνολική παραγωγή ανά σεζόν (έξι μήνες τον χρόνο) να φτάνει τους 150 τόνους».
«Η ποιότητα, όμως, είναι κάτι που δεν πέφτει όσο και να μειώνεται η παραγωγή», ξεκαθαρίζει στην «ΥΧ» ο Β. Σκέβης, «καθώς στην τυροκόμηση χρησιμοποιούμε περίπου πέντε κιλά γάλα για ένα κιλό τυρί», δίνοντας έτσι μια πλούσια και ιδιαίτερη γεύση και ποιότητα στα τυριά Μάστορας. Η διάθεση των τυροκομικών προϊόντων γίνεται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως στην Καλαμάτα, στη Σπάρτη, στην Κοζάνη, στα Γρεβενά και στην Αθήνα.
«Δονάτος»: Από τον παππού στον εγγονό
Το τυροκομείο «Δονάτος», στην Γκρίκα Θεσπρωτίας, ξεκίνησε το 1953 από τον νεαρό τότε Δονάτο Σοφία. Με την παρουσία του ακόμα ζωντανή μέσα στο οικογενειακό τυροκομείο, από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον τοίχο, ο γιος, Κωνσταντίνος, και ο εγγονός, Δονάτος, μας αποκάλυψαν τα μυστικά παρασκευής των τυριών τους.
«Το επώνυμο Σοφίας δεν ακουγόταν καλά στους εμπόρους και τους άρεσε περισσότερο το Δονάτος, γι’ αυτό και ονομάστηκαν έτσι τα τυριά μας», μας λέει ο Κωνσταντίνος Σοφίας και προσθέτει: «Συνεργαζόμαστε με περίπου 50 μικροπαραγωγούς, που κλείνουμε από την αρχή της χρονιάς από τα γύρω χωριά όπως το Βασιλικό, την Αγία Μαρίνα, την Γκρίκα, την Αμπελιά, την Ψάκα κ.ά.». Τα προϊόντα που παράγουν είναι η φέτα, η κεφαλογραβιέρα, το ξεχωριστό στραγγιστό γκερεμέζι και διάφορα άλλα υποπροϊόντα. Όσον αφορά την τιμή του γάλακτος, που δίνεται στον παραγωγό, «αυτή καθορίζεται από τις μεγάλες εταιρείες και ακολουθούμε και εμείς», μας εξηγεί, ενώ φέτος κυμάνθηκε από 95 λεπτά έως 1 ευρώ το κιλό.
«Η τυροκόμηση στην επιχείρηση γίνεται από τις αρχές Οκτώβρη μέχρι τις αρχές Αυγούστου, με την επεξεργασία γάλακτος να φτάνει από 500 έως 700 τόνους, ανάλογα με την εποχή», μας ενημερώνει ο Κ. Σοφίας. Το τυροκομείο, όσον αφορά την ποσότητα, παράγει γύρω στους 100 τόνους φέτα, 20 τόνους σκληρά τυριά (κεφαλογραβιέρα), μικρές ποσότητες από γκερεμέζι και υποπροϊόντα, ενώ η διανομή γίνεται στην εγχώρια αγορά σε μεγάλες πόλεις, όπως η Πάτρα και τα Γιάννενα.
Πολύ σημαντικό για τους τυροκόμους της Γκρίκας, όσον αφορά την ποιότητα του τελικού προϊόντος, είναι οι συνεχείς έλεγχοι. «Η ποιότητα του γάλακτος είναι εξαιρετικής σημασίας για εμάς και για αυτό πραγματοποιούμε ελέγχους τόσο εδώ όσο και σε συνεργασία με τον ΕΛΟΓΑΚ, όπου στέλνουμε δείγματα για μικροβιολογικές εξετάσεις», τονίζει ο Κ. Σοφίας.
Με σπουδές στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων τόσο για τον Κωνσταντίνο όσο και για τον εγγονό Δονάτο, η εκπαίδευση και η πείρα είναι ακόμα δύο συστατικά που συμπληρώνουν το μυστικό της επιτυχίας των προϊόντων της επιχείρησης.
Με 13 χρόνια ήδη στην εταιρεία, ο Δονάτος κοιτά με αισιοδοξία το μέλλον και την πορεία του τυροκομείου. «Έχουμε σχέδια επέκτασής μας στο βιοτεχνικό πάρκο της Θεσπρωτίας, προκειμένου να μπορέσουμε να αναπτυχθούμε και να αυξήσουμε την παραγωγή μας, ώστε σιγά-σιγά να ξεκινήσουμε και τις εξαγωγές. Γι’ αυτό θέλω να είμαι μέσα στην επιχείρηση. Η οικονομική κρίση σίγουρα μειώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, αλλά εμείς αυξάνουμε τα σημεία πώλησής μας ως στρατηγική, ώστε να κρατηθούμε στην αγορά», μας εξηγεί ο Δονάτος.
Ολοκληρώνοντας, μας επεσήμανε πως «το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι ο αγροτικός κόσμος δεν είναι οργανωμένος και, συνεχώς, μειώνεται. Ευθύνες έχουμε όλοι, τόσο το κράτος όσο και οι παραγωγοί. Το μόνο σίγουρο, όμως, είναι ότι παραγωγή συνεχώς μειώνεται».
Mηνάς Γκίκας: Manager ετών 25, ταξιδεύει τον πλούτο του τόπου στο εξωτερικό
Ο Μηνάς Γκίκας είναι μόλις 25 χρονών, αλλά από τα 19 του ανέλαβε την εταιρεία εσπεριδοειδών Gika Fruit, την οποία όχι μόνο κατάφερε να κρατήσει, αλλά και να την αναπτύξει. Τα θεμέλια της εταιρείας έβαλε το 2008 ο πατέρας του, Διονύσης Γκίκας, ο οποίος δημιούργησε μια πρότυπη μονάδα συσκευασίας, τυποποίησης, εμπορίας και εξαγωγής εσπεριδοειδών, προκειμένου να δοθεί μια λύση στο πρόβλημα της διάθεσης των προϊόντων της περιοχής.
Από το 2010, μετά τον αιφνίδιο θάνατό του, την οργάνωση της επιχείρησης ανέλαβε ο γιος του, Μηνάς. Η δυναμικότητα συσκευασίας είναι 160 τόνους ημερησίως, όπου διάφορες ποικιλίες συσκευάζονται σε κάθε μορφή και ποσότητα. Παράλληλα, η εταιρεία είναι εξοπλισμένη με σύγχρονα μηχανήματα συσκευασίας και τυποποίησης, διαθέτοντας, επίσης, δύο θαλάμους ελεγχόμενης ατμόσφαιρας, χωρητικότητας 280 τόνων για την αποθήκευση των προϊόντων.
Στην επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης περιλαμβάνεται και η εμπορία των προϊόντων των παραγωγών και η 100% διοχέτευσή τους στις αγορές του εξωτερικού. Κύρια χώρα εξαγωγής είναι η Ρουμανία, ενώ αρκετές ποσότητες πηγαίνουν και σε άλλες χώρες, όπως η Τσεχία, η Ουκρανία και η Λιθουανία. Όλος ο κάμπος της Θεσπρωτίας παράγει περίπου 55.000 τόνους εσπεριδοειδή. Το 15% του συνολικού παραγόμενου προϊόντος του κάμπου διαλέγεται, τυποποιείται και εξάγεται από την Gika Fruit. Εξάγονται περίπου 3.500 τόνοι κλημεντίνες, 1.000 τόνοι νόβα και ορτανίκ και από τον Νοέμβρη μέχρι και τον Μάη περίπου 2.000 τόνοι πορτοκάλια.
Φέτος, για πρώτη φορά, εξήγαγαν και λεμόνια, τα οποία είχαν ιδιαίτερη ζήτηση. Αυτό έγινε γιατί, όπως μας είπε ο Μ. Γκίκας, «φέτος άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, δεν είχαν πολλά λεμόνια. Η Τουρκία, επίσης, είχε λίγα, τα οποία ήταν πολύ ακριβά. Έτσι, τα ελληνικά λεμόνια προωθήθηκαν στις αγορές μετά από 20 χρόνια, που είχαν να πάνε στο εξωτερικό. Σε ικανοποιητικά επίπεδα κυμάνθηκε και η τιμή του λεμονιού στην περιοχή, φτάνοντας στα 37 λεπτά στον παραγωγό, ενώ πέρσι με δυσκολία ήταν στα 20 λεπτά, δεν τα ζήταγαν και οι περισσότεροι παραγωγοί δεν τα μάζευαν και τα άφηναν να πέφτουν από τα δέντρα».
Αντίστοιχα, οι τιμές στα εσπεριδοειδή κινήθηκαν πολύ χαμηλά φέτος, όπως και τα τελευταία 2-3 χρόνια, φτάνοντας κατά μέσο όρο τα 24 λεπτά το κιλό. «Η εταιρεία είναι βιώσιμη, όλες οι υποχρεώσεις μας εξυπηρετούνται και οι παραγωγοί είναι όλοι πληρωμένοι. Μπορούμε και κρατάμε και μία καλή τιμή στον κάμπο. Δίνουμε δύο λεπτά πάνω σε σχέση με όλες τις εταιρείες στους παραγωγούς», μας λέει ο Μ. Γκίκας, αναφέροντας τη μη στήριξη τόσο από την περιφέρεια όσο και από το κράτος για την αντιμετώπιση του παράνομου εμπορίου εσπεριδοειδών.
Όπως μας λέει, «είμαστε δύο συσκευαστήρια στα χαρτιά, νόμιμοι. Εμφανίζονται όμως και άλλοι 5-6 με αποθήκες, που τα εκμεταλλεύονται παράνομα. Έχουμε κάνει καταγγελίες, αλλά κανένας μέχρι τώρα δεν έχει πάρει μέτρα. Παρόλο που μας το διαβεβαιώνουν, μέχρι τώρα δεν έχει γίνει καμία κίνηση. Αυτή η κατάσταση με το παράνομο εμπόριο είναι, κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη ζημιά που μπορεί να γίνει στον κάμπο. Παίρνουν τα προϊόντα και δεν έχουν τα έξοδα που έχουμε εμείς, που είμαστε νόμιμοι, όπως ΙΚΑ, έξοδα συσκευαστηρίου, ρεύμα. Έτσι, κερδίζουν δηλαδή τη διαφορά αυτή. Για παράδειγμα, εμείς έχουμε έξοδα 12 λεπτά το κιλό για να συσκευάσουμε το προϊόν. Αυτό το έξοδο, όπως και τα υπόλοιπα, αυτοί που εμπορεύονται παράνομα δεν το έχουν. Αγοράζουν εδώ εσπεριδοειδή χωρίς τιμολόγια και πουλάνε στις δικές μας αγορές σχεδόν τσάμπα. Το αποτέλεσμα στο τέλος είναι να μην πληρώνουν ούτε τους παραγωγούς».
Υδατοκαλλιέργειες: Η πηγή της τσιπούρας και του λαβρακίου
Ένας από τους… ζωντανούς, καλά οργανωμένους και βιώσιμους Συλλόγους του νομού, είναι αυτός των υδατοκαλλιεργητών. Κατά κύριο λόγο, παράγονται 10.000 τόνοι τσιπούρα και λαβράκι και 2.000 τόνοι από τα λεγόμενα μεσογειακά νέα είδη -όπως φαγκρί, μυλοκόπι, συναγρίδα, σαργός, λιθρίνι- κάθε χρόνο. Η Θεσπρωτία ευνοεί πολύ τις εξαγωγές, από την άποψη ότι το ψάρι φτάνει σε ελάχιστες ώρες στην Ιταλία, που είναι κύριος εξαγωγικός προορισμός. Εξαγωγές γίνονται επίσης σε Ισπανία, Γαλλία και Ρωσία, ξεπερνώντας το 90% της παραγωγής. Τα οικονομικά στοιχεία για τις υδατοκαλλιέργειες μιλούν από μόνα τους: Το 2005 είχαν τζίρο 8,7 εκατ. ευρώ και το 2014 έφτασαν τα 18,4 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με μελέτη του ινστιτούτου μελετών ΣΕΒΕ, ο μέσος ετήσιος όρος ανάπτυξης ήταν 38%.
Η «ΥΧ» είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί το συσκευαστήριο ψαριών «Δάγων», το οποίο λειτουργεί την τελευταία διετία. Πρόκειται για ένα από τα πιο σύγχρονα και μεγαλύτερα στην Ελλάδα, πλήρως πιστοποιημένο και είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας 5 ιδιοκτητών μικρών εταιρειών, οι οποίοι ένωσαν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία του. Η δυναμικότητά του είναι 20 τόνοι την ημέρα και σε ετήσια βάση αγγίζει τους 7.000, με δυνατότητα επέκτασης γραμμής φιλετοποίησης.
Όπως και σε όλη την Ελλάδα, οι πρώτες μονάδες φτιάχτηκαν πριν από 32 χρόνια, ως επί το πλείστον από μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες στην συνέχεια αναπτύχθηκαν. «Η τεχνογνωσία, τα καλά νερά και η εγγύτητα με την ΕΕ μάς έδωσε την δυνατότητα να επεκταθούμε περισσότερο την τελευταία δεκαετία. Τα πρώτα κλουβιά, οι πρώτες εταιρείες, παρήγαγαν περίπου 20 με 30 τόνους και όλη η Θεσπρωτία συνολικά 1.500 τόνους. Σήμερα, ξεπερνάμε τους 12.000 τόνους, με προοπτική την επόμενη τετραετία και εδώ να διπλασιαστούν», μας λέει ο πρόεδρος του Συλλόγου Υδατοκαλλιεργητών Θεσπρωτίας, Γιάννης Χεκίμογλου.
Στην περιοχή δραστηριοποιούνται 27 μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας, 1 ιχθυογεννητικός σταθμός και 1 σταθμός προπάχυνσης, που φτάνουν τα ψάρια μέχρι 15 γραμμάρια, ώστε την άνοιξη το ψάρι να έτοιμο χωρίς προβλήματα για να μπει στη θάλασσα.
Από τα 2 γραμμάρια στα 250
Ενδιαφέρον έχει η διαδικασία μεγαλώματος των ψαριών, όπως μας την ανέλυσε ο κ. Χεκίμογλου: «Παίρνουμε από τους πλησιέστερους γεννητικούς σταθμούς ψάρι στην ηλικία των 3 μηνών. Τα ψάρια μπαίνουν στη θάλασσα με βάρος περίπου 2 γραμμάρια. Για να φτάσουμε στο εμπορεύσιμο βάρος των 250 – 350 γραμμαρίων, που είναι το ψάρι μερίδας, χρειάζονται περίπου 18 μήνες. Από τη γέννησή τους, τα παρακολουθούμε στο μικροσκόπιο, γίνεται σκελετικός έλεγχος, ώστε τα ψάρια να είναι καλά και υγιή. Αυτά τα ψάρια είναι στον ιχθυογενετικό σταθμό κάτω από 1 γραμμάριο και στη συνέχεια, αφού περάσουν από όλους τους γενετικούς ελέγχους και φτάσουν περίπου στο βάρος των 2 γραμμαρίων, μεταφέρονται με δεξαμενές στην θάλασσα, στα κλουβιά».
Στην περιοχή δραστηριοποιούνται 27 μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας, 1 ιχθυογεννητικός σταθμός και 1 σταθμός προπάχυνσης
Στη συνέχεια, ακολουθείται μια διαδικασία εκτροφής και, μέσα από διαλογές και αραιώσεις, γίνονται 350 γραμμάρια, αλλά και μεγαλύτερα ψάρια, ως 2 με 3 κιλά. «Ο ελάχιστος χρόνος εκτροφής είναι 18 μήνες σε μας στη θάλασσα, συν 2-3 μήνες από την ημέρα που γίνεται αυγό το ψάρι. Δηλαδή, το ψάρι εκτροφής μοιάζει περίπου στον χρόνο εκτροφής που χρειάζεται και το άγριο ψάρι, το οποίο για να γίνει 300 γραμμαρίων θέλει περίπου 2,5 χρόνια. Σε εμάς κάνει 2 χρόνια», μας λέει.
Τα ψάρια ταΐζονται καθημερινά είτε με το χέρι είτε με κανονάκι, δίνοντας το κατάλληλο σιτηρέσιο. Στην αρχή δίνεται μικρή τροφή και ακολουθείται η διαδικασία τροφής, όπως ακριβώς και σε έναν άνθρωπο: «Έχουμε το… μωράκι και στη συνέχεια δίνουμε 2 -3 γεύματα την ημέρα, όσο δηλαδή τρώει ένα ψάρι ενήλικας. Αυτά τα ψάρια, όταν φτάνουν το βάρος για πώληση με βάση τις παραγγελίες, που κάθε μονάδα κλείνει μόνη της ή σε συνεργασία με κάποιους άλλους, έρχονται στο συσκευαστήριό μας ή σε κάποιο άλλο (υπάρχουν 2-3 στην περιοχή). Συσκευάζονται με συνθήκες απόλυτης ασφάλειας και υγιεινής, γίνονται συνεχείς έλεγχοι πιστοποίησης, μπαίνουν στα κιβώτια, με την ετικέτα της εταιρείας ή του συσκευαστηρίου, και στη συνέχεια σε παλέτες. Το βράδυ μπαίνουν στα φορτηγά και την άλλη μέρα το πρωί, σε ένα διάστημα 6-7 ωρών βρίσκονται έτοιμα για κατανάλωση. Στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, βρίσκονται εκεί σε 2-3 ώρες», λέει ο πρόεδρος του Συλλόγου.
Μεγάλη στιγμή, τόσο για την περιοχή όσο και τον Σύλλογο, αποτελεί κάθε χρόνο η γιορτή ψαριού, που γίνεται στις 6 Αυγούστου στη Σαγιάδα. Χιλιάδες επισκέπτες συμμετέχουν, μετατρέποντας τη γιορτή σε ένα μεγάλο πανηγύρι, στο οποίο ο Σύλλογος διαθέτει δωρεάν 4.000 ψάρια, ενώ ο δήμος παρέχει, επίσης δωρεάν, κρασί και μουσική.
Bασίλης Διαμάντης: Αισιοδοξία για το μέλλον, πιστός στην παράδοση
Στην περιοχή της αρχαίας Ελέας, στη σημερινή Χρυσαυγή, επισκεφθήκαμε το ποτοποιείο του Βασίλη Διαμάντη, που εδώ και χρόνια δημιουργεί με γνώση και πάθος τσίπουρο, ούζο, λικέρ και κρασί. Με βήματα αργά και σταθερά, ο επιχειρηματίας από τη Θεσπρωτία δίνει ιδιαίτερη σημασία στα γερά θεμέλια της επιχείρησής του και στην ποιότητα των προϊόντων του. «Μου λένε οι αγορές άνοιξαν. Γιατί δεν προχωράς; Και απαντώ: Ναι, άνοιξαν, αλλά αν δεν έχεις στέρεες βάσεις και απλώνεις κλωνάρια, με τον πρώτο αέρα γυρνάς», λέει χαρακτηριστικά ο Β. Διαμάντης για τις νέες και πολλά υποσχόμενες αγορές, κυρίως του εξωτερικού.
Το αποστακτήριο είναι μεγάλης δυναμικότητας, αλλά μικρής παραγωγής, με 5-10 τόνους ούζο και 10-15 τόνους τσίπουρο. «Μπορούμε να παράγουμε όσες ποσότητες θέλουμε, αλλά πρέπει πρώτα να διασφαλίσουμε ότι αυτό μπορεί να απορροφηθεί από τις αγορές. Έχουμε αγάπη για τη δουλειά και το όραμά μας είναι να καταλάβει πρώτα ο κόσμος της περιοχής ότι αυτά είναι και δικά του προϊόντα. Να τα αγαπήσει και μετά να δούμε πέρα από τον τόπο μας», τονίζει ο ιδιοκτήτης του ποτοποιείου.
Στις παλιές συνταγές απόσταξης έρχεται να προστεθεί η τεχνογνωσία και η ανάπτυξη με νέες τεχνικές και μεθόδους, καθώς «αν θες να προχωρήσεις, δεν μπορείς να μένεις μόνο στην παράδοση. Πρέπει να διατηρήσω αυτό που έφτιαξα, να το αναβαθμίσω και η νέα γενιά –τα παιδιά μου– να το πάρει και να το εξελίξει», λέει ο Β. Διαμάντης.
Παρά την οικονομική στενότητα και την κρίση, το ποτοποιείο κρατά σταθερή την ποιότητα των πρώτων υλών του, καθώς τις προμηθεύεται μόνο από περιοχές της Ηπείρου, αλλά και από άλλες περιοχές, όταν αυτές δεν παράγονται εκεί (σταφύλι από τη Ζίτσα, γλυκάνισο από τη Μυτιλήνη και μαστίχα από τη Χίο).
Ο Θεσπρωτός επιχειρηματίας ως σημαντικό τρόπο στήριξης και προώθησης των προϊόντων μιας περιοχής θεωρεί τη συγκρότηση Ομάδων Παραγωγών και, όπως μας έκανε γνωστό, το τελευταίο διάστημα «γίνονται κάποια πρώτα βήματα» προς αυτή την κατεύθυνση. «Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες τώρα, αλλά αυτές δεν θα πάψουν να υπάρχουν. Το ότι κάνουμε μικρά βήματα δεν μας πανικοβάλλει, απλώς μας διασφαλίζει ότι θα μας βρουν εδώ και θα μας δοκιμάζουν και οι επόμενες γενιές», μας λέει ο Β. Διαμάντης, ολοκληρώνοντας την όμορφη ξενάγησή μας.
Αλέξανδρος Πάσχος: Η οργάνωση των παραγωγών θα φέρει προστιθέμενη αξία
Στο Επιμελητήριο Θεσπρωτίας στην Ηγουμενίτσα συναντήσαμε τον πρόεδρο, Αλέξανδρο Πάσχο, προκειμένου να ενημερωθούμε για την κατάσταση του αγροδιατροφικού τομέα στον νομό. «Οι πυλώνες της οικονομίας στον Νομό Θεσπρωτίας είναι τρεις: ο κάμπος της Σαγιάδας με τα εσπεριδοειδή (πορτοκάλια μανταρίνια), οι ιχθυοκαλλιέργειες και ο τουρισμός», μας αναφέρει ο πρόεδρος, ανοίγοντας έτσι τη συζήτησή μας.
Στον νομό παράγονται ετησίως 60.000 με 70.000 τόνοι μανταρίνια (Κλημεντίνη, Νόβα) και 20.000 τόνοι πορτοκάλια ποικιλίας Βαλέντσια, ενώ υπάρχει και μια μικρή παραγωγή σε ακτινίδια. Ιδιαίτερα στο μανταρίνι Κλημεντίνη, η Θεσπρωτία αποτελεί την κύρια παραγωγική περιοχή στην Ελλάδα. «Πέρυσι, ήρθαμε σε επαφή με Ομάδα Παραγωγών, προκειμένου να τους πείσουμε να προχωρήσουν μαζί με την περιφέρεια στην πιστοποίηση του μανταρινιού της περιοχής, καθώς βρίσκεται σε προστατευόμενη ζώνη Natura. Αυτό σημαίνει ότι έχει ένα επιπλέον πλεονέκτημα σε σχέση με άλλα στην υπόλοιπη Ελλάδα», μας αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αλ. Πάσχος. Τονίζει, μάλιστα, τη σημασία που έχει το να αναδειχθεί αυτό το ποιοτικό χαρακτηριστικό, ώστε το θεσπρωτικό μανταρίνι να πάρει προστιθέμενη αξία και να ανοίξουν έτσι περισσότερες πόρτες στο κομμάτι των εξαγωγών.
Στόχος του επιμελητηρίου είναι να στηρίζονται και να προωθούνται τα προϊόντα ως Θεσπρωτίας
Όπως μας ανέφερε ο Α. Πάσχος, στόχος του επιμελητηρίου είναι να στηρίζονται και να προωθούνται (συμμετοχή σε διεθνείς και εθνικές εκθέσεις) τα προϊόντα ως Θεσπρωτίας και όχι ως μεμονωμένων παραγωγών. Σημειώνει, δε, ότι «έχουμε πρόβλημα με την οργάνωση των παραγωγών στον κάμπο με τα εσπεριδοειδή, αλλά εμείς, ως επιμελητήριο, προσπαθούμε να οργανώσουμε τους παραγωγούς με βάση τα τέσσερα συσκευαστήρια που υπάρχουν στην περιοχή.
«Οι ιχθυοκαλλιεργητές της περιοχής μας (Σαγιάδα) είναι πολύ καλά οργανωμένοι», αναφέρει ο πρόεδρος, καθώς εκεί λειτουργούν όλες οι μεγάλες εταιρείες, όπως οι Σελόντα, Νηρέας, Ανδρομέδα, και συσκευαστήρια, με τον όγκο παραγωγής σε τσιπούρα και λαβράκι να φτάνει τους 15.000 τόνους ετησίως. «Είναι ένας ζωντανός και βιώσιμος κλάδος», μας λέει ο Α. Πάσχος, με το 95% της παραγωγής να εξάγεται. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ιχθυοκαλλιέργειες το 2005 είχαν 8,7 εκατ. ευρώ τζίρο και το 2014 18,4 εκατ. ευρώ, με ετήσιο μέσο όρο ανάπτυξης, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Μελετών ΣΕΒΕ, 38%.
Τέλος, η ιδανική λύση, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου Θεσπρωτίας, για τον πρωτογενή τομέα του νομού είναι η οργάνωση όλων των παραγωγών και στα υπόλοιπα προϊόντα, όπως μέλι, ελιές ελαιόλαδο και τυροκομικά.