CETA, φέτα κι άλλες ιστορίες παγκοσμιοποίησης…
Και να μην πίστευε ο πρωθυπουργός του Καναδά στη βασκανία, είναι απίθανο να μην πήγε ο νους του στο «κακό το μάτι» το βράδυ του Σαββάτου 29 Οκτωβρίου, όταν δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από την Οττάβα για Βρυξέλλες. Mία αναβληθείσα αναχώρηση, μια καθυστέρηση στην πτήση και μια επιστροφή στο αεροδρόμιο 30 λεπτά μετά την απογείωση είναι αρκετές για να θέσουν και τον πλέον ορθολογιστή ενώπιον του φάσματος της γκαντεμιάς.
Αρχικά, η πτήση του Τζάστιν Τριντό για την πρωτεύουσα της ΕΕ ήταν προγραμματισμένη τέσσερις μέρες νωρίτερα, προκειμένου να υπογράψει τη Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία (CETA) μεταξύ ΕΕ και Καναδά, μια συμφωνία-ομπρέλα που ήταν σε διαπραγμάτευση για επτά χρόνια. Το βέτο της Βαλονίας όμως, της γαλλόφωνης επαρχίας του Βελγίου, έδεσε τα χέρια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της χώρας, ενώ δέσμευσε και την ΕΕ, αναβάλλοντας τη σύνοδο κορυφής. Ακολούθησε ένας κλασικός ευρωμαραθώνιος διαπραγματεύσεων και επαφών «τελευταίας ευκαιρίας» (bullying and bribing στην ευρωπαϊκή καθομιλουμένη, ήτοι, πιέσεις και υποσχέσεις στην κυβέρνηση της Βαλονίας), προκειμένου το «όχι» να γίνει «ναι» και η ΕΕ να είναι σε θέση να υπογράψει μέσα στο σαββατοκύριακο. Περιχαρείς οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ενημέρωσαν την καναδική πλευρά, που παρέμενε σε ένα βασανιστικό stand-by: «Ελάτε, είμαστε –επιτέλους– έτοιμοι».
Η καθυστέρηση
Όμως, η σαββατιάτικη πτήση του πρωθυπουργικού αεροσκάφους είχε καθυστέρηση. Όταν, τελικά, απογειώθηκε, ένα μηχανικό πρόβλημα στα φτερά ανάγκασε τον πιλότο να επιστρέψει στην Οτάβα. Έτσι, ο Τριντό «έστησε» τους Ευρωπαίους στο πρωινό ραντεβού της περασμένης Κυριακής. Συναντήθηκαν, τελικά, αρκετές ώρες αργότερα, σε μια εξ αναβολής σύνοδο-εξπρές: Κράτησε λιγότερο από δύο ώρες, συμπεριλαμβανομένης και της τελετής υπογραφής των τόμων της συμφωνίας που θύμιζαν ιερά βιβλία. Η ανακούφιση στα πρόσωπα των ηγετών δεν κρυβόταν. Άλλη μια συναίνεση με το στανιό έσωσε τα προσχήματα την τελευταία στιγμή κι έδωσε την αφορμή να μιλήσουν αμφότεροι για νέο κεφάλαιο στις διμερείς σχέσεις και νίκη του εμπορίου, της ανάπτυξης, της ευημερίας.
Ο Τριντό έσπευσε να αποφύγει τις κακοτοπιές στη συνέντευξη Τύπου: «Σας παρακαλώ, μη μου ζητήσετε να εξηγήσω την περιπλεγμένη σχέση μεταξύ Βαλονίας και ομοσπονδιακής βελγικής κυβέρνησης», είπε στους δημοσιογράφους. «Μάθαμε πάρα πολλά για το πώς λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τη σκοπιά μας, ωστόσο, επιτρέψτε να μου να πω πως όντως λειτουργεί – αφού βρισκόμαστε εδώ σήμερα».
Τουσκ και Γιούνκερ χαμογελούσαν πλατιά σε όλη τη διάρκεια της τελετής. Δεν ήταν και λίγο, λίγα εικοσιτετράωρα πριν, μια Ευρώπη-πολυτραυματίας από νέου τύπου κρίσεις έδειχνε να σωριάζεται χτυπημένη από το άλλοτε δυνατό της σημείο: τη δυνατότητά της να συνάπτει διεθνείς εμπορικές συμφωνίες.
Στην πιο σκοτεινή ώρα για τη CETA, η επικεφαλής της καναδικής αποστολής είχε αποχωρήσει σχεδόν δακρυσμένη από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και είχε σφάξει με το βαμβάκι τους Ευρωπαίους: «Είναι φανερό ότι σήμερα η ΕΕ δεν είναι ικανή να συνάψει μια διεθνή συμφωνία, ούτε καν με μια χώρα που μοιράζεται τις ευρωπαϊκές αξίες, όπως ο Καναδάς, ούτε καν με μια χώρα που είναι τόσο ευγενής και υπομονετική». Αμήχανη από την αποτυχία της ΕΕ, η Σεσίλια Μάλστρομ, η Ευρωπαία επίτροπος για το Εμπόριο, αναγνώρισε ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αναθεωρήσει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνει την εμπορική πολιτική στο μέλλον και πως η ΕΕ θα πρέπει να κλείνει συμφωνίες χωρίς να χρειάζονται χρόνια για την επικύρωσή τους, γιατί «οι εξελίξεις τρέχουν σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο».
«…του σκανδάλου»
Ο Οκτώβριος στις Βρυξέλλες ήταν μήνας έντασης. Ποιο προσφυγικό; Ποιο Brexit; Ποια Ρωσία, ποια Ελλάδα; «STOP CETA» διάβαζες σε αυτοκόλλητα κάθε φορά που άναβε κόκκινο στα φανάρια της πρωτεύουσας της Ευρώπης. Η Comprehensive Economic and Trade Agreement –όπως είναι το πλήρες όνομα της συμφωνίας με τον Καναδά– βρέθηκε στο επίκεντρο, αλλά και στο απόσπασμα.
Στον ρόλο του εκτελεστή, η Βαλονία: με πληθυσμό ανάλογο του λεκανοπεδίου της Αττικής, υπήρξε από τις πρώτες βιομηχανικές περιοχές της Ευρώπης που άκμασαν. Οι πόλεις των ανθρακωρύχων όμως ήταν και οι πρώτες που ένιωσαν και το σοκ της αποβιομηχάνισης που ήρθε με την πρόοδο της τεχνολογίας και του διεθνούς εμπορίου. Σε αντίθεση με τους πιο προσαρμοστικούς Φλαμανδούς, οι Βαλόνοι έμειναν πίσω και πλέον απορρίπτουν αντανακλαστικά και επί της αρχής την ίδια την έννοια της παγκοσμιοποίησης: Συμβαίνει αυτό όταν το ποσοστό ανεργίας ξεπερνά το 20%, όπως συμβαίνει στο Σαρλερουά, για παράδειγμα.
Επιπλέον, οι προβλέψεις της CETA για έναν «μηχανισμό επίλυσης διαφορών μεταξύ κρατών και επενδυτών» στελεχωμένο από δικηγορικές εταιρείες, ο οποίος σε ένα ακραίο, αλλά όχι απίθανο σενάριο μπορούσε με απόφαση να διατάξει τους φορολογούμενους μιας χώρας να αποζημιώσουν μια διεθνή εταιρεία, ήταν το κερασάκι στην τούρτα που πέταξαν οι κάτοικοι της Βαλονίας στο πρόσωπο της CETA, αλλά και της ηγεσίας της ΕΕ. Όταν τέθηκε το ζήτημα της επικύρωσης, η απάντηση ήταν ένα βροντερό «όχι».
Oι υποστηρικτές της συμφωνίας λένε πως θα προκαλέσει ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας. Υπολογίζουν ότι από την εφαρμογή της συμφωνίας θα εξοικονομηθούν σχεδόν 12 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο για την Ευρώπη. Τα πλεονεκτήματά της, λένε, θα γίνουν αισθητά αμέσως, κάτι που δημιουργεί την αισιοδοξία ότι του χρόνου, οπότε και θα ξεκινήσει ο τελευταίος γύρος τελικών επικυρώσεων από τα κοινοβούλια των κρατών-μελών, η αντίδραση που υπάρχει σήμερα θα έχει καταλαγιάσει.
Αντίλογος
Οι επικριτές της συμφωνίας, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι η CETA θα υποδαυλίσει τα καταναλωτικά και τα περιβαλλοντικά στάνταρ Ευρώπης και Καναδά και ότι θα δώσει στις πολυεθνικές υπερβολική ισχύ. Ισχυρίζονται ότι αυτές οι συμφωνίες δεν αφορούν τόσο την πολυδιαφημισμένη κατάργηση των δασμών (που στον μεγαλύτερο βαθμό έχουν ήδη καταργηθεί, ειδικά με χώρες όπως ο Καναδάς), αλλά τη θεσμοθέτηση μηχανισμών που αίρουν υποχρεώσεις για τις πολυεθνικές και εξασφαλίζουν για αυτές ένα ακόμα πιο άνετο πεδίο δράσης – σε βάρος των μικρών παραγωγών και οικονομικών μονάδων. Θεωρούν ότι βάζουν τους φορολογούμενους σε ρίσκο και τους εθνικούς νόμους σε αναστολή. Ειδικότερα για τη CETA η κριτική προσθέτει πως αποτελεί το φιλί της ζωής «από το παράθυρο» για την ανάλογη, αλλά ακόμη μεγαλύτερη συμφωνία Ευρώπης-Αμερικής, την TTIP, η οποία έχει βαλτώσει: Επισημαίνουν πως μια αμερικανική εταιρεία που έχει παρουσία στον Καναδά θα μπορεί να κάνει χρήση του μηχανισμού επίλυσης διαφορών εις βάρος κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι αλλαγές από την αντίδραση
Η ανταρσία της Βαλονίας προκάλεσε δύο αλλαγές. Η μία είναι εσωτερικού ενδιαφέροντος: Η επαρχία θα έχει τη δυνατότητα να απορρίψει τη συμφωνία, αν κατά τη δοκιμαστική της εφαρμογή την αξιολογήσει αρνητικά. Η άλλη έχει συνολική ισχύ: Ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών δεν θα στελεχώνεται από δικηγόρους και διεθνή δικηγορικά γραφεία, αλλά από Ευρωπαίους και Καναδούς δικαστές πλήρους απασχόλησης, οι συνεδριάσεις θα είναι δημόσιες, ενώ οι αποφάσεις τους θα επιδέχονται έφεσης. Ο πρωθυπουργός της Βαλονίας, Πολ Μανιέτ, ανακοίνωσε θριαμβευτικά την ώρα που ο Τριντό επιτέλους διέσχιζε τον Ατλαντικό ότι «μετά τις διευκρινίσεις και τις αλλαγές που πετύχαμε στις διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν και τον Καναδά, μπορώ να σας πως η υπό διαπραγμάτευση συμφωνία με τις ΗΠΑ (TTIP) έχει ήδη ενταφιαστεί».
Η CETA θα τεθεί σε εφαρμογή δοκιμαστικά κάπου στο πρώτο εξάμηνο του 2017, μετά την επικύρωσή της από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Θα ακολουθήσει όμως κι άλλος γύρος τελικής επικύρωσης από τα εθνικά κοινοβούλια για την τελική της μορφή. Σε κάθε περίπτωση, οι ομοσπονδιακές κυβερνήσεις Ευρώπης και Καναδά μοιάζουν να κέρδισαν τη μάχη, αλλά όχι ακόμα τον πόλεμο.
Γίνεται το όχι, ναι;
Γερμανοί ευρωβουλευτές έχουν προτείνει τρόπο με τον οποίο οι Βρυξέλλες θα αποφύγουν παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον. Η Κομισιόν, υποστηρίζουν, θα πρέπει να εισάγει μια νέου τύπου μεικτή διαδικασία για συμφωνίες που εμπίπτουν στο κοινοτικό δίκαιο. Η νέα διαδικασία δεν θα δίνει σε εθνικές ή περιφερειακές συνελεύσεις τη δυνατότητα βέτο. Μόνο τα εθνικά κοινοβούλια θα υπεισέρχονται εκ των υστέρων και μόνο για δευτερεύοντα θέματα που έρχονται σε αντίθεση με το εθνικό δίκαιο. Μια πρώτη δοκιμή της ιδέας θα κάνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο αναμένεται να τοποθετηθεί σχετικά για την εμπορική συμφωνία με τη Σιγκαπούρη.
Ωστόσο, η αδιαφάνεια στην τεχνική διαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών είναι ένα πρόβλημα που παραμένει. Οι θεσμοί της ΕΕ δίνουν εντολή και μετά τη συνήθως μακρά διαπραγμάτευση των τεχνικών κλιμακίων καλούνται να επικυρώσουν χωρίς να έχουν ιδιαίτερη δυνατότητα να αξιολογήσουν εξαντλητικά το αποτέλεσμα. Οι διαπραγματεύσεις, οι ειδικές διατάξεις, τα παραθυράκια, καλύπτονται από ένα πέπλο μυστηρίου μέχρι να παρουσιαστεί η τελική μορφή προς επικύρωση. Και τότε είναι αργά για επαναδιαπραγμάτευση. Είναι η ώρα των αντιδράσεων.
Ελλάδα και Καναδάς
Στην ελληνική δημόσια σφαίρα, όπου συνυπάρχουν στρυμωγμένα για χρόνια μνημόνια, διαπραγματεύσεις, κόκκινες γραμμές και πολιτικός αναχρονισμός, οι περιπέτειες της CETA πέρασαν στα ψιλά – κι ας αφορούσαν έναν υποδειγματικό εμπορικό εταίρο της Αθήνας. Για να το πούμε απλά, αν οι εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με όλες τις χώρες στα χρόνια της κρίσης είχαν την πορεία που διέγραψαν οι εμπορικές σχέσεις με τον Καναδά, η κρίση θα ήταν πίσω μας, χωρίς τόσα τοξικά μέτρα.
Από την αρχή της κρίσης, το 2009, οι εισαγωγές στην Ελλάδα είναι ουσιαστικά αμετάβλητες, στα 113 εκατομμύρια δολάρια Καναδά. Οι ελληνικές εξαγωγές προϊόντων, όμως, τείνουν να διπλασιαστούν: Από 140 εκατομμύρια το 2009, στα 229 εκατομμύρια το 2015. Την ίδια χρονιά, οι εξαγωγές προς Καναδά ήταν αυξημένες κατά 23% έναντι της αμέσως προηγούμενης.
Το εμπορικό ισοζύγιο είναι έντονα θετικό: Η Ελλάδα εξάγει προϊόντα δυόμισι φορές μεγαλύτερης αξίας από αυτά που εισάγει. Περίπου 70 εκατομμύρια ευρώ εξαγωγών στον Καναδά, ή το 43% του συνόλου, αφορούσαν τρόφιμα και αγροτικά προϊόντα. Συνολικά, το εμπόριο προϊόντων με τον Καναδά έφερε πλεόνασμα περίπου 70 εκατ. ευρώ στην ελληνική οικονομία το 2015. (Το πλεόνασμα ανταλλαγής υπηρεσιών ήταν σχεδόν επτά φορές μεγαλύτερο σε αξία – 480 εκατ. Μεταφορές, χρηματοοικονομικά και τουρισμός η αιτία. Ο Καναδός τουρίστας μένει στην Ελλάδα περισσότερο από κάθε άλλον και έχει τη μεγαλύτερη δαπάνη στη χώρα μας μετά τον Αυστραλό).
Με τον χαρακτηριστικό ελληνικό τρόπο, όμως, δεν έγινε ουσιαστική συζήτηση για το πώς, για παράδειγμα, ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών θα επηρεάσει την καναδική επένδυση στα ορυχεία χρυσού στη Χαλκιδική, ή πώς πρέπει να προσαρμοστεί το εξαγωγικό εμπόριο των τροφίμων και τις αγροτικής παραγωγής στις αλλαγές που έρχονται.
Πως επηρεάζει η συμφωνία τη χώρα μας
Η Συμφωνία με τον Καναδά αφορά το σύνολο των οικονομικών σχέσεων – εμπόριο, υπηρεσίες, χρηματοοικονομικά, πνευματικά δικαιώματα. Για την Ελλάδα, όμως, εν πολλοίς CETA σημαίνει FETA. Η μάλλον «ΟΧΙ ΦΕΤΑ».
H CETA προβλέπει πως ο Καναδάς θα μπορεί, για παράδειγμα, να εισάγει χωρίς δασμούς διπλάσια ποσότητα ελληνικών τυριών σε σχέση με σήμερα. Από την άλλη, ανοίγει την πόρτα και σε μη-Έλληνες παραγωγούς για το εμβληματικό ελληνικό τυρί: Η φέτα δεν περιλαμβάνεται στα 140 προϊόντα με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης στον Καναδά. Αυτό σημαίνει ότι η συμφωνία CETA είναι δίκοπο μαχαίρι: μπορεί οι Έλληνες παραγωγοί να έχουν δυνατότητα αυξημένων εξαγωγών στον Καναδά σε πιο ανταγωνιστική τιμή (σήμερα εξάγουν φέτα αξίας 3,9 εκατομμυρίων ευρώ), όμως «feta» θα μπορούν να παράγουν και άλλοι Ευρωπαίοι παραγωγοί, «ροκανίζοντας» το ελληνικό μερίδιο αγοράς στην αγορά του Καναδά. Επιπλέον, η ελληνική αγορά θα ανοίξει για καναδικά προϊόντα, αλλά και για περισσότερες καναδικές επιχειρήσεις που θα μπορούν να παράγουν προς εξαγωγή «ελληνικά προϊόντα». Οι επενδύσεις είναι θετικές, αλλά μπορεί να έχουν παρενέργειες…
Για αυτούς τους λόγους, η CETA συναντά δυσπιστία σε όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα της Ελλάδας. Όχι μόνο στην κυβέρνηση –που και ιδεολογικά έχει αντιρρήσεις στις συμφωνίες απελευθέρωσης του εμπορίου–, αλλά και στην αξιωματική αντιπολίτευση, που παραδοσιακά στηρίζει φιλελεύθερες πολιτικές. Ο ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Μανόλης Κεφαλογιάννης, είπε την περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες ότι όταν η συμφωνία τεθεί προς επικύρωση στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας θα την καταψηφίσουν – κόντρα στη βούληση της πολιτικής ομάδας του Ευρωκοινοβουλίου, στην οποία ανήκουν το EPP, το οποίο έχει ταχθεί σαφώς υπέρ.