#13 Εκτροφή βοειδών: Ορθές πρακτικές για αποτελεσματική πάχυνση
Με την παραγωγή να είναι σημαντικά περιορισμένη σε σχέση με τις ανάγκες της χώρας μας, και τις εισαγωγές να κατακλύζουν την εγχώρια αγορά, ο κλάδος της βοοτροφίας στην Ελλάδα εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αντιμετωπίζει μια σειρά προβλημάτων, που έχουν ενταθεί ιδιαίτερα με την οικονομική κρίση. Παρά τις αντιξοότητες, οι Έλληνες βοοτρόφοι επιμένουν και προσπαθούν να διαφοροποιηθούν, επενδύοντας στην ποιότητα αλλά και σε καινοτόμες πρακτικές. Αναμφισβήτητα, η εφαρμογή ορθών πρακτικών στην εκτροφή των βοοειδών αποτελεί, μεταξύ άλλων, μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την καλή παραγωγή, αλλά η υποστήριξη του κλάδου από την ελληνική πολιτεία αποδεικνύεται όσο ποτέ άλλοτε επιτακτική.
Πρακτικές εκτροφής βοοειδών για πάχυνση
Στην Ελλάδα εκτρέφονται περίπου 730.000 βοοειδή, εκ των οποίων τα 200.000 είναι γαλακτοπαραγωγής, τα 430.000 είναι κρεοπαραγωγής και τα υπόλοιπα είναι μικτής παραγωγής. Από αυτά παράγονται περίπου 700.000 τόνοι αγελαδινού γάλακτος και 65.000 τόνοι βόειου-μοσχαρίσιου κρέατος. Η πλειονότητα του ζωικού κεφαλαίου αποτελείται από εγχώριες βελτιωμένες φυλές σε ποσοστό 64% επί του συνόλου των αμελγομένων αγελάδων. Το υπόλοιπο ζωικό κεφάλαιο αποτελείται από γενετικά βελτιωμένες φυλές με προέλευση διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (27%) και από εγχώριες αβελτίωτες φυλές (9%).
Η κρεοπαραγωγός βοοτροφία στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό μονάδων σχετικά μικρής δυναμικότητας σε όλη τη χώρα. Το ποσοστό συμμετοχής των συστηματικών μονάδων στο σύνολο της παραγωγής κυμαίνεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Οι βοοτροφικές επιχειρήσεις κρεοπαραγωγής ασχολούνται κυρίως με την πάχυνση των ζώων και δευτερευόντως με την αναπαραγωγή αυτών. Τα εκτρεφόμενα ζώα εισάγονται σε μικρή ηλικία και εν συνεχεία οδηγούνται στα σφαγεία.
Οι φυλές που επιλέγονται προς εκτροφή χαρακτηρίζονται ως πρώιμες, όσον αφορά την ηλικία σφαγής (15-18 μήνες), με μεγάλη μέση ημερήσια αύξηση και αρκετά ανεπτυγμένη μυϊκή μάζα. Επιπλέον, πολλά ζώα παρουσιάζουν το φαινόμενο του διπλογλουτισμού και περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λίπους ανάμεσα στους μυς. Οι μοσχίδες εισέρχονται στην αναπαραγωγή σε αρκετά μεγάλη ηλικία (περίπου 24 μήνες).
Τα νεαρά παραμένουν στις αγελάδες μέχρι την ηλικία των 6 μηνών, με τη διατροφή τους να στηρίζεται κυρίως στο μητρικό γάλα και ελάχιστα στη βόσκηση. Ο απογαλακτισμός γίνεται απότομα και υποκαθίσταται από ένα ορθολογικό σιτηρέσιο. Στην Ελλάδα, ορισμένοι παραγωγοί κάνουν μόνοι τους πάχυνση, ενώ κάποιοι άλλοι πουλάνε αμέσως μετά τον απογαλακτισμό στους εκτροφείς.
Τα συστήματα εκτροφής μπορούν να διακριθούν σε δύο κύριες κατηγορίες, τα εκτατικά και τα εντατικά. Εντούτοις, μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων υπάρχει ένα μεγάλο εύρος ενδιάμεσων συστημάτων. Στην Ελλάδα, τα συστήματα που βασίζονται στη βόσκηση θεωρούνται εκτατικά, ενώ εκείνα που βασίζονται στη χρήση συμπυκνωμένων ζωοτροφών (όπως τα ενσταβλισμένα) ως εντατικά, χωρίς όμως η διάκριση αυτή να είναι απόλυτη.
Κατά τα Εκτατικό Σύστημα Εκτροφής, οι αγέλες βοοειδών ζουν σε όλη τη διάρκεια του έτους στην ύπαιθρο, βόσκοντας σε φυσικούς λειμώνες και μετακινούμενες σε σχέση με την υπάρχουσα βλάστηση και τη διαθεσιμότητα του πόσιμου νερού. Συνηθίζεται 2 με 3 μήνες πριν τη σφαγή να ενσταβλίζονται με παράλληλη κατάρτιση ειδικού σιτηρεσίου. Σε ηλικία περίπου 18 μηνών, τα ζώα φτάνουν στο επιθυμητό βάρος (400-600 Kg) και οδηγούνται προς σφαγή.
Αντιθέτως, το Εντατικό Σύστημα εκτροφής πραγματοποιείται σε βουστάσια. Στην περίπτωση αυτή, τα ζώα που προορίζονται για πάχυνση ενσταβλίοζνται μετά τον απογαλακτισμό (σε ηλικία περίπου 6 μηνών) όπου και παραμένουν μέχρι τη σφαγή τους. Ο χρόνος που απαιτείται συνήθως δεν ξεπερνά τους 17 με 18 μήνες. μπορεί να εφαρμόζεται το σύστημα του ελεύθερου ή του περιορισμένου, δηλαδή ομαδοποίηση ζώων σε κελιά (feed-lots) με την χορήγηση ισόρροπου σιτηρεσίου, αποτελούμενο από χονδροειδείς και συμπυκνωμένες ζωοτροφές.
Το κόστος πάχυνσης αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό λειτουργικών δαπανών για κάθε παραγωγική μονάδα και για τον λόγο αυτό κρίνεται σημαντικός ο σχεδιασμός και η παρακολούθηση της απόδοσης του σιτηρεσίου σε καθημερινή βάση. Το σύστημα διατροφής που επιλέγεται από τον εκάστοτε κτηνοτρόφο είναι εκείνο που μπορεί αφ’ ενός να αξιοποιηθεί ευκολότερα από κάθε άλλο παράγοντα και αφ’ ετέρου να αποδώσει άμεσα αποτελέσματα. Η διατροφή, όμως, αποτελεί και τον κυριότερο παράγοντα διαμόρφωσης της ποιότητας των ζωικών προϊόντων, γιατί επηρεάζει τη σύσταση τους όχι μόνο στη βάση των ζωοτροφών που καταναλώνονται (είδος και αναλογία στο σιτηρέσιο), αλλά και μέσω της προέλευσης αυτών, συνδέοντας τα προϊόντα με τον τόπο καταγωγής τους (terroir).
Διαχείριση και εκτροφή νεογέννητων μοσχαριών
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη διατροφή του νεογέννητου κατά τις πρώτες μέρες της ζωής του
Τα μοσχάρια, αρσενικά ή θηλυκά, αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο για κάθε αγελαδοτροφική εκμετάλλευση, γι’ αυτό και πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα στη στέγαση και διατροφή τους στα πρώτα στάδια της ζωής τους. Παρ’ όλη την ανάπτυξη της αγελαδοτροφίας και τη βελτίωση των συνθηκών διαχείρισης στις μονάδες, το ποσοστό θνησιμότητας των νεαρών μοσχαριών είναι υψηλό (περίπου 7%), που είναι πέραν από τα διεθνώς αποδεκτά επίπεδα. Από την κατάλληλη διαχείριση και τη σωστή επιλογή των μικρών θηλυκών μοσχαριών εξαρτάται η κανονική ανανέωση της αγέλης και η βελτίωση της παραγωγικότητας της μονάδας, αφού υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο, σε κανονικές συνθήκες, πρέπει να αντικαθίσταται το 15%-20% των γαλακτοφόρων αγελάδων. Τα αρσενικά μοσχάρια αποτελούν μία δεύτερη πηγή εισοδήματος για τη μονάδα, αφού αυτά προορίζονται να διατεθούν σαν μοσχαρίσιο κρέας. Το γεγονός αυτό προϋποθέτει τη σωστή εκτροφή τους, ώστε να αποκτήσουν το σωστό σωματικό βάρος στα δοσμένα χρονικά πλαίσια των 10-12 μηνών, με παράλληλο στόχο την ποιοτική βελτίωση του παραγόμενου κρέατος.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη διατροφή του νεογέννητου μοσχαριού κατά τις πρώτες μέρες της ζωής του. Τη χρονική αυτή περίοδο, ο οργανισμός του μοσχαριού δεν διαθέτει μηχανισμούς προστασίας από τα μικρόβια του περιβάλλοντος και το μόνο μέσο που βοηθά το νεαρό ζώο να αντιστέκεται κατά αυτών είναι το πρωτόγαλα. Πρωτόγαλα είναι το γάλα που παράγει η αγελάδα τις τρεις πρώτες μέρες της γαλουχίας μετά τον τοκετό και είναι πλούσιο σε βιταμίνη Α, ανόργανα άλατα και αντισώματα. Παράλληλα, το πρωτόγαλα έχει καθαρτική δράση, που είναι αναγκαία για την απομάκρυνση των ακαθαρσιών από το πεπτικό σύστημα του νεογνού.
Επειδή η απορροφητικότητα των αντισωμάτων του πρωτογάλακτος από το πεπτικό σύστημα του νεογέννητου μοσχαριού μειώνεται με την πάροδο του χρόνου από τη γέννηση του, στόχος του αγελαδοτρόφου πρέπει να είναι η παροχή όσο το δυνατό μεγαλύτερης ποσότητας πρωτογάλακτος τις πρώτες 24 με 48 ώρες της ζωής του. Το πρώτο γεύμα προσφέρεται 1-2 ώρες μετά τη γέννηση, ενώ η διατροφή με πρωτόγαλα πρέπει να συνεχιστεί και τις επόμενες δύο με τρεις μέρες, με σταδιακή αντικατάστασή του στη συνέχεια με κανονικό γάλα αγελάδας. Στις περιπτώσεις που το μοσχάρι απομακρύνεται αμέσως από τη μητέρα του, το πρωτόγαλα χορηγείται σε αυτό με τη βοήθεια τεχνητών μέσων.
Στο πρώτο γεύμα μπορεί να δοθεί μέχρι και 1 λίτρο πρωτογάλακτος, ενώ στα επόμενα η ποσότητα αυτή μπορεί να αυξηθεί στα 2-2,5 λίτρα. Συνολικά, τις τρεις πρώτες μέρες της ζωής του ένα μοσχάρι μπορεί να καταναλώσει μέχρι και 20 λίτρα πρωτόγαλα, σε μικρές και συχνές δόσεις. μετά την τρίτη μέρα και μέχρι τον απογαλακτισμό, προσφέρεται κανονικό γάλα αγελάδας. Σημειώνεται, όμως, ότι το γάλα αυτό δεν πρέπει να προέρχεται από αγελάδες που πάσχουν από μαστίτιδα, βουκέλλα ή άλλες ασθένειες. Από τη δεύτερη εβδομάδα και παράλληλα προς το πλήρες γάλα, χορηγείται τριφυλλοσανός πολύ καλής ποιότητας, μείγμα συμπυκνωμένης τροφής υψηλής πρωτεϊνικής αξίας και άφθονη ποσότητα καθαρού νερού. Τα υποκατάστατα αγελαδινού γάλακτος είναι παρασκευάσματα τα οποία χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των νεαρών μοσχαριών. Έχουν τη μορφή αλεύρου (σκόνης) και η σύνθεσή τους είναι περίπου η ακόλουθη:
- Αποβουτυρωμένη σκόνη γάλακτος 78%-82%
- Ζωικό ή φυτικό λίπος 17%-20%
- Λεκιθίνες από σόγια 1%-2%
- μείγμα βιταμινών και ιχνοστοιχείων ιδιαίτερα ενισχυμένο σε βιταμίνη Α και σίδηρο.
Ένα καλό υποκατάστατο γάλακτος πρέπει να περιέχει τουλάχιστον 22% πρωτεΐνη, 17%-20% λίπος, 1,45% λυσίνη, 0,90% ασβέστιο και 0,65% φωσφόρο και όχι πέραν του 3,0% κυτταρίνη. Τα υποκατάστατα αγελαδινού γάλακτος χορηγούνται στα μοσχάρια σαν ρόφημα, από την ηλικία των πέντε ημερών μέχρι και τον απογαλακτισμό. Για την ετοιμασία του ροφήματος, αραιώνεται μία ποσότητα σκόνης σε ζεστό νερό και το ρόφημα προσφέρεται στο ζώο σε θερμοκρασία 36–38oC.
Εισαγόμενο το 80% του βόειου κρέατος που καταναλώνουμε
Την περίοδο 1998-2006, ο βαθμός επάρκειας μειώθηκε από το 43,04% στο 33,25% και σήμερα κάτω από το 25%
Τη μεγάλη ευκαιρία να εξελιχθεί σε βασικό πυλώνα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας έχασε την τελευταία 20ετία η βοοτροφία, με τα διαρθρωτικά κυρίως προβλήματα να πλήττουν τον κλάδο ακόμα και πριν την κρίση. Παρά τη σημαντική μείωση που καταγράφεται από την δεκαετία του ‘90 μέχρι και σήμερα στην παραγωγή, και παρά το γεγονός η εγχώρια αγορά να κατακλύζεται από εισαγόμενα, οι Έλληνες βοοτρόφοι απαντούν, επενδύοντας, όπως οι ίδιοι λένε, στην ποιότητα.
Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα μελέτης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, σύμφωνα με τα οποία, την περίοδο 1998-2006, ο βαθμός επάρκειας στο ελληνικό βόειο κρέας μειώθηκε από το 43,04% στο 33,25%. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΕ ο βαθμός επάρκειας σήμερα έχει πέσει κάτω από το 25% (δεν μπορεί να γραφεί ακριβές ποσοστό διότι υπάρχει τεράστιο θέμα ελληνοποιήσεων). Από τον Σύνδεσμο Ελληνικής Κτηνοτροφίας εκτιμάται πως σήμερα η χώρα καλύπτει σε ζώα αναπαραγωγής μόλις το 9%-12% της εγχώριας ζήτησης και περίπου το 17%-18% μαζί με τα παχυνόμενα στην Ελλάδα (ελληνικής εκτροφής).
Αποτέλεσμα; Η χώρα μας είναι ελλειμματική στα κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα, μεταξύ αυτών και στο βόειο κρέας. Σύμφωνα, μάλιστα, με ασφαλείς εκτιμήσεις, εισάγουμε το 80% του βόειου κρέατος που καταναλώνουμε, καθώς και πάνω από το 50% των αναγκών μας σε γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα.
Την ίδια ώρα, η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την Eurostat, παρήγαγαν περίπου το μισό (46%) της συνολικής ευρωπαϊκής παραγωγής βόειου, και είχαν μεγαλύτερη παραγωγή το 2015 σε σχέση με το 2014. Το υψηλότερο ποσοστό αύξησης της παραγωγής βόειου καταγράφηκε το 2015 στη Ρουμανία (52%), ενώ μεγάλη αύξηση (περίπου 14%) κατέγραψαν η Ουγγαρία και η Λιθουανία, όταν στην Ελλάδα η παραγωγή ανήλθε την ίδια χρονιά σε μόλις 41.900 τόνους.
Κτηνίατροι: Ιεράρχηση προβλημάτων
Πολυδιάσπαση των μονάδων, ασθένειες –με την οζώδη δερματίτιδα να πλήττει την τελευταία τριετία την ελληνική βοοτροφία–, αδυναμία οργάνωσης, γραφειοκρατία και ταλαιπωρία στις αδειοδοτήσεις, υποστελέχωση των Κέντρων Γενετικής Βελτίωσης και ακριβές ζωοτροφές-εφόδια ήταν, όπως επισημαίνουν κτηνοτρόφοι στην «ΥΧ», μερικά μόνο από τα προβλήματα του κλάδου. Το αποκορύφωμα, υποστηρίζουν, είναι η περσινή αύξηση του ΦΠΑ στα ζώντα ζώα από 13% στο 24% (αλλά 13% στα σφαγμένα) και 24% ΦΠΑ στις χονδροειδείς διατροφές. Ευνοημένο, για άλλη μία φορά, το εισαγόμενο.
«Με 24% στις χονδροειδείς ζωοτροφές (άχυρο, τριφύλλι, ενσίρωμα κ.ά.), αύξηση κατά 100% του κόστους ενέργειας και συμπληρωματικό φόρο στον ΕΝΦΙΑ, οι στάβλοι αντιμετωπίζονται σαν πολυκατοικίες», αναφέρει χαρακτηριστικά στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του ΣΕΚ, Τάκης Πεβερέτος. Και συμπληρώνει: «Οι Έλληνες καταναλωτές γνωρίζουν πως το ελληνικό μοσχάρι δεν ταΐζεται με καμένα λάδια, ζωοτροφές με διοξίνες ή κρεατάλευρα και είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάτι παραπάνω, αλλά πρέπει να γίνεται έλεγχος στην αγορά και αναγραφή στις ταμειακές μηχανές της προέλευσης του κρέατος».
Κόστος εκτροφής
Μόνο για ένα γαλλικό μοσχάρι 6μήνου φυλής Λιμουζέν (Limousen), το κόστος φτάνει περίπου τα 1.200-1.400 ευρώ, και, μετά την πάχυνση στο 7μηνο, στα 2.000-2.200 ευρώ. Ελληνικά μοσχάρια κρεοπαραγωγής κοστίζουν 500-750 ευρώ για πάχυνση, ενώ μοσχάρια Χολστάιν για πάχυνση περίπου 200-300 ευρώ.
Όσον αφορά το κόστος εκτροφής γαλλικού μοσχαριού φυλής Λιμουζέν, κυμαίνεται στα 70 ευρώ με 80 ευρώ τον μήνα, με σιτηρέσιο αποτελούμενο από καλαμπόκι, πίτουρο, σόγια, κριθάρι, σιτάρι κ.ά. Τα ταΐσματα κοστίζουν συνήθως από 2,3-3,5 ευρώ ανάλογα με την περιοχή και την φυλή. Οι τιμές στο σφάγιο, κατά τους κτηνοτρόφους, κυμάνθηκαν το 2016 συνήθως από 3,80-4,80 ευρώ. Υπολογίζεται πως για να επιβιώσει μια ελληνική οργανωμένη μονάδα χρειάζεται πάνω από 100-150 κεφαλές ζώων.
Παρά τις δυσκολίες και την έλλειψη θεσμικής υποστήριξης, δεν είναι λίγοι οι Έλληνες βοοτρόφοι που εν μέσω κρίσης έχουν καταφέρει να διαφοροποιηθούν, αφενός επενδύοντας στην παραγωγή υψηλής ποιότητας πιστοποιημένου κρέατος, αφετέρου κάνοντας στροφή σε καινοτόμες πρακτικές, όσον αφορά κυρίως την γαλακτοπαραγωγό βοοτροφία.
Φτάνει, όμως, αυτό; Εάν δεν δοθεί λύση στα ανοιχτά προβλήματα της ελληνικής βοοτροφίας, απαντούν οι Έλληνες κτηνοτρόφοι, δεν μπορεί να υπάρξει προοπτική, δεδομένης και της σημερινής κατάστασης, η οποία χαρακτηρίζεται παράλληλα από διακύμανση ή και καθήλωση τιμών, αλλά και χαμηλή ζήτηση, όπως επισημαίνουν.
Επιμέλεια – Συντονισμός: Άννα Στεργίου
Γράφουν: Ειρήνη Προδρoμίδου, ζωοτέχνης στη Δ/νση Αγροτικής Ανάπτυξης και Διαχείρισης Έργων της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ