Ευρώπη δύο ταχυτήτων και στην αγροτική δραστηριότητα, λόγω κλιματικής αλλαγής
Πολλά και ενδιαφέροντα προκύπτουν από πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου (AGRI) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με θέμα τις «Συνέπειες της κλιματικής αλλαγής για τη γεωργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Σύμφωνα με αυτήν, η φιλοδοξία απουσιάζει από τα μέτρα μετριασμού του φαινομένου, τη στιγμή που η αναγκαιότητα μακροπρόθεσμου σχεδιασμού τους φαντάζει εντονότερη από ποτέ. Παράλληλα, τα συμπεράσματα επιβεβαιώνουν τις φωνές που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τα κράτη της Νότιας Ευρώπης, τα οποία έχουν πολύ περισσότερα να χάσουν από τη νέα τάξη πραγμάτων.
Η έρευνα πραγματεύεται τις επιπτώσεις για τον κλάδο της γεωργίας, στη σκιά της Διάσκεψης COP21 του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή στο Παρίσι (2015), αλλά και των πρόσφατων προτάσεων πολιτικής της ΕΕ, οι οποίες αφορούν το κλίμα και την ενέργεια έως το 2030. Παράλληλα, εστιάζει στον ρόλο που διαδραματίζει η ΚΑΠ στην υποστήριξη της δράσης για το κλίμα, ενώ ταυτόχρονα αναλογίζεται τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να διαμορφωθεί μετά το 2020, προκειμένου να συνδράμει στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την προσαρμογή του αγροτικού τομέα στην κλιματική αλλαγή.
Αλλαγές
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, οι υψηλότερες θερμοκρασίες μπορεί να αυξήσουν την παραγωγικότητα στη Βόρεια Ευρώπη, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για τους αγρότες εκεί. Απεναντίας, τα ακραία φαινόμενα καύσωνα και ξηρασίας αναμένεται να παρεμποδίσουν την παραγωγικότητα των καλλιεργειών στα νότια της ηπείρου. Μάλιστα, στην έρευνα διατυπώνεται ρητά ότι παραλλαγές στη θερμοκρασία, συμπεριλαμβανομένων των ακραίων κυμάτων καύσωνα, έχουν ήδη επιφέρει αλλαγές στην καταλληλότητα των καλλιεργειών σε περιοχές της Ευρώπης, σε μια διαδικασία που πιθανώς θα συνεχιστεί με αμείωτο ρυθμό. Δημιουργείται έτσι μία Ευρώπη δύο ταχυτήτων στις αγροτικές προοπτικές. Η συγκεκριμένη κατάσταση ίσως εξηγεί τον σχετικό εφησυχασμό και την απουσία διορατικότητας που διακατέχει τις λύσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των μακροπρόθεσμων συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, εφόσον είναι αρκετοί αυτοί που πρόκειται να ευνοηθούν σε μεμονωμένους τομείς από τις ανωτέρω μεταβολές. Πάντως, συνολικά κανείς δεν πρόκειται να βγει κερδισμένος, καθώς οι πολυάριθμες επιπτώσεις είναι σημαντικές και δύσκολα αντιμετωπίσιμες.
Συνέπειες
Αναλυτικά, στον Νότο, η άνοδος της θερμοκρασίας θα οδηγήσει σε θερμική καταπόνηση τη φυτική παραγωγή, ενώ η ζέστη, σε συνδυασμό με την υψηλή υγρασία, θα έχει ως αποτέλεσμα το στρεσάρισμα και τη θνησιμότητα του ζωικού κεφαλαίου. Η μείωση των καλοκαιρινών βροχοπτώσεων θα επηρεάσει δραστικά τα αποθέματα νερού και θα φέρει ξηρασία, ελαττώνοντας τον υδροφορέα και τον ρυθμό αναπλήρωσης των υπόγειων υδάτων. Θα προκύψει, επίσης, αύξηση της αλατότητας του νερού, αλλά και των προβλημάτων που προκαλούν τα παράσιτα και οι ασθένειες στα υδάτινα ρεύματα.
Σφοδρότατο πλήγμα θα επιφέρουν οι πυρκαγιές, με τη συχνότητα κινδύνου τους να αυξάνεται με υψηλή ετήσια διακύμανση, απειλώντας πρωτίστως τα δάση, μα και την καλλιεργήσιμη γη. Μικρότερες ζημιές στις καλλιέργειες θα προκαλέσει ο δυνατός άνεμος, όπως και η εξάπλωση των επιβλαβών οργανισμών και των ασθενειών, η οποία θα χτυπήσει αμφότερα τα σπαρτά και το ζωικό κεφάλαιο. Τέλος, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η σημαντικότητα των επιπτώσεων είναι σταθερά μεγαλύτερη σε σχέση με τις βορειότερες περιοχές της ηπείρου, όπου η βλαβερή δράση τους είναι συνήθως πιο ήπια.
Τα πορίσματα
Οι ανωτέρω εξελίξεις δεν έρχονται σαν κεραυνός εν αιθρία, καθώς κατά το παρελθόν πλήθος φορέων διατυμπάνιζαν το αυτονόητο. Ενδεικτικά, το 2009, το ερευνητικό πρόγραμμα PESETA προέβλεπε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανάλογα με το σενάριο, στη μεν Νότια Ευρώπη από μηδενικές μεταβολές έως 27% μείωση της παραγωγής, στη δε Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη αύξηση έως και 40%. Αντίστοιχα και στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2017, επισημαίνεται ότι η Νότια Ευρώπη θα αποτελέσει ένα από τα «καυτά σημεία» της κλιματικής αλλαγής.