Γερμανικός κολοσσός πουλερικών φέρνει το εργαστηριακό κρέας στην Ευρώπη
Νέα ήθη θέλει να φέρει στην Ευρώπη η µεγάλη γερµανική εταιρεία PHW, που δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εµπορία πουλερικών. Η επιχείρηση συµφώνησε να συνεργαστεί µε την ισραηλινή εταιρεία βιοτεχνολογίας και τεχνολογίας τροφίµων SuperMeat, προκειµένου να φέρει στην Ευρώπη κρέας, που παράγεται στο εργαστήριο και αναπτύσσεται σε κυτταροκαλλιέργεια.
Η ισραηλινή start-up, που αναπτύσσει το εργαστηριακό κρέας, ισχυρίζεται ότι η διαδικασία που τηρεί είναι φιλική προς τα ζώα και το προϊόν κατάλληλο για χορτοφάγους. Το κρέας αναπτύσσεται από κύτταρα που εξάγονται ανώδυνα από τα κοτόπουλα.
«Οι επενδύσεις κεφαλαίου της PHW στη SuperMeat αποτελούν ένδειξη της προοδευτικής στρατηγικής της εταιρείας», δήλωσε ο διευθύνων σύµβουλος της γερµανικής επιχείρησης, Peter Wesjohann. «Η SuperMeat απηχεί την επιδίωξή µας να παρέχουµε στην Ευρώπη βιώσιµα, “καθαρά” τρόφιµα», συµπλήρωσε. Σύµφωνα µε τον συνιδρυτή και διευθύνοντα σύµβουλο της start-up, Ido Savir, «η συνεργασία µε έναν κορυφαίο παραγωγό κρέατος όπως η PHW θα βοηθήσει ώστε τα εργαστηριακά κρέατα να φτάσουν στην αγορά όλης της Ευρώπης και πέραν αυτής».
Επιπλέον, η SuperMeat ανακοίνωσε ότι έχει εξασφαλίσει χρηµατοδότηση ύψους 3 εκατοµµυρίων δολαρίων από την εταιρεία ιδιωτικών επενδύσεων και επιχειρηµατικού κεφαλαίου New Crop Capital, η οποία επενδύει σε βιώσιµες νεοφυείς επιχειρήσεις που αναπτύσσουν εργαστηριακό ή φυτικής προέλευσης «κρέας», και την παρεµφερούς σκοπού Stray Dog Capital, εταιρεία η οποία επενδύει σε επιχειρήσεις που προωθούν αυστηρώς χορτοφαγική ατζέντα. Αυτές οι επενδύσεις επιβεβαιώνουν ότι η εταιρεία θα ξεκινήσει σύντοµα το λανσάρισµα των προϊόντων της (σ.σ. αφορούν αποκλειστικά το κρέας κοτόπουλου), και µάλιστα σε παρόµοια τιµή µε τα συµβατικά. Απώτερος στόχος της είναι να αναπτύξει τα κατάλληλα µέσα, προκειµένου κάποια µέρα οι καταναλωτές να µπορούν να παράγουν ατοµικά το κρέας στα δικά τους σπίτια.
Η εταιρεία βιοτεχνολογίας, που εδρεύει στο Τελ Αβίβ, ισχυρίζεται ότι το εν λόγω «κρέας» θα έχει πολύ µικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωµα από το συµβατικό, απαιτώντας 99% λιγότερες εκτάσεις, έως 96% λιγότερες εκποµπές αερίων θερµοκηπίου και έως και 90% λιγότερη κατανάλωση νερού.