Η Τουρκία βάζει δύσκολα αλλά η ζήτηση στηρίζει τις ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες
Σε βαθιά νερά καλούνται να κολυμπήσουν οι ελληνικές υδατοκαλλιέργειες το 2017, χρονιά που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις έμπειρων παρατηρητών της αγοράς, αναμένεται να αποδειχθεί κομβική για το μέλλον του κλάδου.
Το ασφυκτικό πρέσινγκ της Τουρκίας, η ανάδυση στην ευρωπαϊκή αγορά νέων παικτών –όπως η Ισπανία–, αλλά και οι προβλέψεις για πιέσεις στις τιμές της τσιπούρας και του λαβρακιού συνθέτουν ένα ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον για τους εγχώριους ομίλους, την ώρα που η πρόσβαση σε νέα χρηματοδότηση παραμένει κλειστή και βασικές θεσμικές εκκρεμμότητες (χωροταξικό) ανεπίλυτες. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, εκκινούν τις επόμενες εβδομάδες οι διαδικασίες για την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στις δυο «ναυαρχίδες», του κλάδου τον Νηρέα και τη Σελόντα, ο έλεγχος των οποίων –εδώ και μια διετία περίπου– έχει περάσει στα χέρια των τραπεζών, με αρκετά ξένα funds, καθώς και τουρκικές ανταγωνιστικές εταιρείες να ετοιμάζονται να δηλώσουν «παρών».
Η αναδιάταξη του επιχειρηματικού σκηνικού έρχεται σε μια στιγμή, κατά την οποία μελέτες και έγκυροι αναλυτές καταγράφουν αυξητικές τάσεις στην κατανάλωση των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας στις χώρες της ΕΕ, όπου –ήδη– η Ελλάδα κατέχει σημαντικό ποσοστό, αλλά και σε νέες αγορές-κλειδιά, όπως αυτές της Βόρειας Αμερικής, αναδεικνύοντας μια θετική, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη προοπτική. Παράγοντες της αγοράς, ωστόσο, θεωρούν ότι για να κεφαλαιοποιήσει ο κλάδος αυτήν τη δυναμική, θα πρέπει να περάσει ορισμένους δύσκολους κάβους.
Όπως επισημαίνεται στην «έκθεση αγοράς των παραγόμενων προϊόντων υδατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα», που εκπόνησε η εταιρεία συμβούλων APC s.a., η αστάθεια και η αβεβαιότητα συντηρούνται από: α) την ελλιπή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου, ως προς τη διαθεσιμότητα προϊόντος, β) την περιορισμένη δυνατότητα για άντληση κεφαλαίων από τα πιστωτικά ιδρύματα, γ) το εμπάργκο της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε ενωσιακά προϊόντα, που επέτρεψε την ευκολότερη διείσδυση της Τουρκίας στην αγορά αυτή, κατευθύνοντας περισσότερες ποσότητες ελληνικών προϊόντων στις παραδοσιακές αγορές της ΕΕ.
Η νέα χρονιά
Ύστερα από δύο χρονιές (2014 και 2015) στη διάρκεια των οποίων οι τιμές των δύο βασικών ειδών που παράγει η χώρα μας, δηλαδή της τσιπούρας και του λαβρακιού, κινήθηκαν σε υψηλά επίπεδα, η τάση φαίνεται ότι αντιστράφηκε το 2016, ενώ και το 2017 ξεκίνησε για τις επιχειρήσεις του κλάδου με… το αριστερό.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση του ΣΕΘ, η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας ανήλθε το 2015 στα 5,45 ευρώ το κιλό, ενώ για το λαβράκι διαμορφώθηκε στα 5,25 ευρώ το κιλό, διαμορφώνοντας μια μέση τιμή και για τα δύο ψάρια στα 5,35 ευρώ. Η τιμή αυτή εξηγεί και την αύξηση κατά 4,6% της αξίας των ελληνικών εξαγωγών ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, που καταγράφει για το 2015 (σε σχέση με το 2014) η ΕΛΣΤΑΤ, την ώρα που η παραγωγή σε ποσότητες παρουσίασε την ίδια χρονιά μείωση 0,5%. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ΣΕΘ, το 2015 παρήχθησαν 65.000 τόνοι τσιπούρας και 45.000 τόνοι λαβρακιού, αξίας 354,25 εκατ. ευρώ και 236,25 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, με την τσιπούρα να καταλαμβάνει το 59% του όγκου παραγωγής και το λαβράκι το 41%. Σε σύγκριση, δε, με το 2014 η παραγωγή τσιπούρας μειώθηκε κατά 8,5%, ενώ εκείνη του λαβρακιού αυξήθηκε κατά 7%.
Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, το 2016 η παραγωγή υποχώρησε περαιτέρω στα επίπεδα των 105.000 τόνων, ενώ οι τιμές για το σύνολο του έτους κινήθηκαν, επίσης, χαμηλότερα, με την τσιπούρα να κινείται στην περιοχή των 5 ευρώ το κιλό και το λαβράκι στα 5,10- 5,20 ευρώ το κιλό. Με βάση τις ίδιες πηγές, όμως, ειδικά τους τελευταίους μήνες, η πορεία των τιμών είναι φθίνουσα, με την τσιπούρα να πωλείται αυτό το διάστημα στα 4,20 ευρώ το κιλό και το λαβράκι, ελαφρώς υψηλότερα, στα 4,30 ευρώ το κιλό.
Οι ίδιοι κύκλοι εκφράζουν φόβους για περαιτέρω αποκλιμάκωση τους επόμενους μήνες, κυρίως λόγω των πιέσεων που ασκούν στις ελληνικές εξαγωγές οι τουρκικές επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας. Οι τελευταίες, με το πλεονέκτημα που τους εξασφαλίζουν η υποτιμημένη τουρκική λίρα, καθώς και τα ιδιαίτερα χαμηλά κοστολόγια (τα οποία ευνοήθηκαν και από τις κρατικές ενισχύσεις, που μέχρι πρόσφατα λάμβαναν οι τουρκικές επιχειρήσεις), μπορούν να πωλούν φθηνότερα, ροκανίζοντας τα μερίδια των ελληνικών εταιρειών.
Χάθηκαν μερίδια
Ενδεικτικά των πιέσεων που δέχονται οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες από τον τουρκικό, κυρίως, ανταγωνισμό είναι τα στοιχεία που αναφέρει η μελέτη της APC s.a. για τα μερίδια αγοράς των ελληνικών ψαριών στην Ιταλία, στην Ισπανία και στη Γαλλία το 2015.
Ειδικότερα, στην Ιταλία η Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση με 64%, ακολουθούμενη από την Τουρκία και την Ισπανία με μερίδιο 20% και 3% αντίστοιχα. Ωστόσο, τη συγκεκριμένη χρονιά, σημειώθηκε πτώση του ελληνικού μεριδίου στα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας κατά 8% από το ποσοστό του 2014 (72%).Το μεγαλύτερο κομμάτι του μεριδίου αυτού μετακινήθηκε στην Τουρκία (κατά 6%) και το υπόλοιπο μοιράστηκε σε εισαγωγές που έγιναν από τη Μάλτα (1%) και λοιπές χώρες (1%).
Στο λαβράκι, οι ιταλικές εισαγωγές καλύπτονται κατά 64% από την Ελλάδα και ακολουθούν η Τουρκία και η Γαλλία με 21% και 2% αντίστοιχα. Παρατηρείται και εδώ, όμως, πτώση του ποσοστού εισαγωγών λαβρακιού από το ποσοστό (67%) του 2014. Από τη διαφορά αυτή επωφελήθηκαν η Τουρκία, η οποία αύξησε το ποσοστό της σε 21% έναντι του 18% το 2014, και η Κροατία, η οποία αύξησε το ποσοστό της σε 9% από 7% το 2014.
Στην Ισπανία, οι εισαγωγές τσιπούρας από την Ελλάδα αποτελούν σε ποσοστό το 60% και ακολουθούν αυτές από την Τουρκία με ποσοστό 24%. Το 2015 παρατηρείται πτώση του ποσοστού εισαγωγής τσιπούρας ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας από αυτό του 2014 (68%). Οι εισαγωγές τσιπούρας από τη νεοεισερχόμενη Ιταλία κέρδισαν αμέσως μερίδιο 7%, ενώ αυξήθηκε και το ποσοστό των λοιπών χωρών εισαγωγής από το 5% του 2014 σε 8% το 2015. Αξιοσημείωτο είναι, εδώ, ότι παρατηρείται μικρή πτώση του ποσοστού της Τουρκίας.
Όσον αφορά το λαβράκι, στην ισπανική αγορά οι εισαγωγές προέρχονται κυρίως από την Τουρκία κατά 46% και η Ελλάδα ακολουθεί με ποσοστό 38%. Τα στοιχεία αποτυπώνουν μια ανακατανομή των μεριδίων της αγοράς λαβρακιού στη χώρα, η οποία λαμβάνει, πλέον, την εξής μορφή: πτώση όλων των μεριδίων των χωρών εισαγωγής με εξαίρεση τη Γαλλία, που κρατά σταθερό το μερίδιό της και τα χαμένα μερίδια των άλλων κρατών μετακινήθηκαν στις λοιπές χώρες.
Στη Γαλλία οι εισαγωγές τσιπούρας από την Ελλάδα αντιστοιχούν σε ποσοστό 63% και ακολουθούνται από εκείνες από την Ισπανία με ποσοστό 20%. Το 2015 οι εισαγωγές από την Ελλάδα παρουσιάζουν μικρή πτώση από το 67% του 2014. Η Ισπανία διατηρεί ακέραιο το ποσοστό της (20%) από το 2014. Η νέα είσοδος στη συγκεκριμένη αγορά είναι η Ιταλία, η οποία απέσπασε μερίδιο από την Ελλάδα (4%) και 6% από τις υπόλοιπες χώρες και, πλέον, κατέχει 10% της συνολικής γαλλικής αγοράς.
Πώληση χωριστά προκρίνουν οι τράπεζες για Νηρέα, Σελόντα
Έμπειροι παράγοντες του κλάδου θεωρούν απολύτως αναγκαίο να έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο γύρω από το μέλλον του Νηρέα και της Σελόντα μέχρι τα μέσα του 2017 ή –στη χειρότερη περίπτωση– μέχρι το τέλος του έτους. Οι ίδιοι υπενθυμίζουν ότι το πέρασμα των δύο εταιρειών σε τραπεζικό έλεγχο είχε το χαρακτήρα ενός προσωρινού ή μεταβατικού καθεστώτος, η παράταση του οποίου, όμως, κάθε άλλο παρά επωφελώς δρα για τον κλάδο, αφού εμποδίζει τη χάραξη μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής, όχι μόνο σε ό, τι αφορά την παραγωγή, αλλά και τις τιμές πώλησης των προϊόντων.
Οι εξελίξεις στο πεδίο αυτό, πάντως, φαίνεται ότι έχουν πάρει τον δρόμο τους, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, μέσα στις επόμενες εβδομάδες αναμένεται να κατατεθεί το στρατηγικό σχέδιο για την «επόμενη μέρα» των Νηρέα και Σελόντα που έχουν εκπονήσει οι Lazard, Αlvarez & Μarshall και PwC και, στη συνέχεια, θα κινηθούν οι διαδικασίες πώλησης. Επιθυμία των τραπεζών που έχουν τη μετοχική πλειοψηφία είναι οι δυο εταιρείες να πωληθούν χωριστά –ώστε να επιτευχθούν υψηλότερα τιμήματα και να παρακαμφθούν τυχόν ενστάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού– αντί για «πακέτο», όπως θα επιθυμούσαν αρκετοί από τους –ουκ ολίγους– ενδιαφερόμενους ξένους αγοραστές και, παράλληλα, να διασφαλιστεί το μεγαλύτερο μέρος των δανείων. Αρκετοί, ωστόσο, στην αγορά θεωρούν ότι, λαμβάνοντας υπόψη και τις πιέσεις στις τιμές των ψαριών που αναμένεται να επηρεάσουν τους τζίρους και, επομένως, τις αποτιμήσεις, δύσκολα θα αποφευχθεί ένα υψηλό «κούρεμα» της τάξης ακόμα και του 60%. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι αθροιστικά ο δανεισμός των δύο επιχειρήσεων αγγίζει τα 500 εκατ. ευρώ.
«Παρών» στη διαδικασία πώλησης αναμένεται να δηλώσουν ξένα funds, όπως το Amerra Capital Management που εδρεύει στη Νέα Υόρκη και διαχειρίζεται κεφάλαια 1,5 δισ. Ευρώ, το οποίο, σημειωτέον, έχει ήδη αποκτήσει τον έλεγχο της Aνδρομέδα. Ενδιαφέρον αναμένεται να εκδηλώσουν και ανταγωνιστικές των ελληνικών εταιρειών επιχειρήσεις, όπως η τουρκική Kilic. Υψηλόβαθμο στέλεχος της τελευταίας δήλωνε, άλλωστε, πριν λίγες εβδομάδες, σε ξένο κλαδικό έντυπο ότι η προσοχή της είναι στραμμένη στον Νηρέα, ο οποίος, όπως σημείωνε, ταιριάζει περισσότερο στη στρατηγική της, άφηνε, ωστόσο, ανοιχτό το παράθυρο και για τη Σελόντα, ιδίως στην περίπτωση που προκριθεί η λύση της συγχώνευσης των δυο επιχειρήσεων, σενάριο που, όπως προαναφέραμε, δεν συγκεντρώνει αυτήν τη στιγμή πολλές πιθανότητες.