Αυτό το άρθρο είναι 82 μηνών

Η σημασία της αμειψισποράς ως επιλογή καλλιεργητικού συστήματος

25/01/2018
6' διάβασμα
i-simasia-tis-ameipsisporas-os-epilogi-kalliergitikou-systimatos-112680

giorgos-katsantonis-geoponosγράφει ο Γιώργος Κατσαντώνης,
γεωπόνος φυτικής παραγωγής και αγροτικού περιβάλλοντος

 

Σύμφωνα με μετρήσεις του Εργαστηρίου Γεωργίας του Τμήματος Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τα τελευταία 30 χρόνια η γονιμότητα του θεσσαλικού κάμπου έχει μειωθεί μέχρι και 50%, με αποτέλεσμα η παραγωγή να πλήττεται και πολλά στρέμματα να οδηγούνται στην εγκατάλειψη.

Η Θεσσαλία έχει 4.000.000 στρέμματα που καλλιεργούνται, εκ των οποίων το 70% είναι σιτηρά και βαμβάκι. Δυστυχώς, παρατηρούμε μια χαρακτηριστική επιλογή μονοκαλλιέργειας από τους αγρότες – παραγωγούς στο μεγαλύτερο κομμάτι των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Με τις μονοκαλλιέργειες των τελευταίων 30 και 40 ετών, έχει υποδιπλασιαστεί η οργανική ουσία του εδάφους, δηλαδή φέτος έχουμε τη μισή οργανική ουσία σε σχέση με το 1987. Η γονιμότητα του εδάφους φθίνει χαρακτηριστικά και, πλέον, σύμφωνα με μετρήσεις του εργαστηρίου σε συνεργασία και με άλλα εργαστήρια, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι εάν δεν γίνει παρέμβαση τώρα, σε 20 χρόνια, ακόμα και νερό και λίπασμα να προσθέτουμε, η παραγωγή θα φθίνει ακόμα πιο πολύ, καθώς 40 χρόνια, τα εδάφη είχαν 2,5% οργανική ουσία, η οποία σήμερα έχει φτάσει στο 1% επί του συνολικού βάρους του εδάφους. Έτσι, λοιπόν, προτείνεται, εκτός από τα ενεργειακά φυτά, μια άλλη παρέμβαση ή επιλογή καλλιεργητικού συστήματος για τη βελτίωση της κατάστασης στον θεσσαλικό κάμπο, η αμειψισπορά.

Η συνεχής εκμετάλλευση ενός αγρού με το ίδιο φυτό εξαντλεί το έδαφος, γιατί είναι εξειδικευμένες οι ανάγκες κάθε καλλιέργειας ως προς τους εδαφικούς πόρους, με αποτέλεσμα να μειώνεται η απόδοση του φυτού. Στα πρώτα χρόνια της γεωργίας, εφαρμοζόταν το σύστημα της κινητής καλλιέργειας (shifting καλλιέργεια), σύμφωνα με το οποίο μια έκταση καλλιεργούνταν μέχρι να εξαντληθεί το έδαφος. Στη συνέχεια, εκχερσώνονταν νέες εκτάσεις όπου μετακινείτο η γεωργική εκμετάλλευση και όταν η εγκαταληφθείσα έκταση επανερχόταν στην αρχική της κατάσταση άρχιζε πάλι η καλλιέργειά της. Η επαναφορά στην καλλιέργεια μιας έκτασης οδήγησε στο σύστημα της αγρανάπαυσης, με το οποίο οι αγροί παραμένουν ακαλλιέργητοι για ορισμένα χρόνια και, στη συνέχεια, μπαίνουν πάλι στην καλλιέργεια. Έτσι, λοιπόν, η ανάγκη της διατήρησης της γονιμότητας του εδάφους ή της αποφυγής της έντονης εξάντλησής του, σε συνδυασμό με την ανάγκη συνεχούς εκμετάλλευσης ενός αγρού, οδήγησε στο σύστημα της αμειψισποράς, που εννοιολογικά ορίζεται ως η συστηματική εναλλαγή καλλιεργειών στον ίδιο αγρό.

Πλεονεκτήματα αμειψισποράς

Τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου καλλιεργητικού συστήματος συνδέονται με:

α) Τη διατήρηση ή την αύξηση της γονιμότητας του εδάφους, η οποία επιτυγχάνεται με την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, την αύξηση της οργανικής ουσίας και του αζώτου (Ν), την προστασία από το φαινόμενο της διάβρωσης και τη διατήρηση ή τη βελτίωση της φυσικής σύστασης του εδάφους.

β) Την καταπολέμηση των παρασίτων των φυτών, που σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες καταπολεμούν ζιζάνια, εχθρούς και ασθένειες φυτών.

γ) Την αύξηση της απόδοσης, ποιοτικά και ποσοτικά.

δ) Την αντιμετώπιση οικονομοτεχνικών προβλημάτων.

Το σύστημα αμειψισποράς που θα ακολουθήσουμε και θα μας μεγιστοποιήσει το κέρδος για μια περίοδο πολλών ετών εξαρτάται από τους εξής παράγοντες:

α) Τα είδη και οι ποικιλίες που συμπεριλαμβάνονται στην αμειψισπορά, καθώς και ο κύκλος της αμειψισποράς (αριθμός ετών).

β) Την αναλογία από τη συνολική έκταση που θα καταλαμβάνει κάθε καλλιέργεια.

γ) Τη διαδοχή των καλλιεργειών στον κύκλο της αμειψισποράς.

Για τον καθορισμό των παραπάνω παραγόντων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εξής:

α) η προσαρμοστικότητα των φυτών στις εδαφοκλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής, καθώς και οι οικονομικοτεχνικές συνθήκες που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα των καλλιεργειών (τιμές προϊόντων, κόστος, ζήτηση προϊόντων, διατιθέμενα παραγωγικά μέσα και κεφάλαια),

β) η ύπαρξη υδατικών πόρων και η καλύτερη διαχείρισή τους,

γ) η ύπαρξη παρασίτων (ζιζάνια, εχθροί και ασθένειες) και η δυνατότητα αντιμετώπισής τους,

δ) η ύπαρξη και κατανομή εργατικών χεριών και μηχανολογικού εξοπλισμού, ε) η επίδραση της μιας καλλιέργειας στην επόμενη.

Η αμειψισπορά με ψυχανθή αυξάνει τις αποδόσεις στα σιτηρά σύμφωνα με τον FAOΓια την κατάστρωση ενός προγράμματος αμειψισποράς, πρέπει να ακολουθήσουμε κάποιους κανόνες. Η εναλλαγή των σκαλιστικών – αραιών καλλιεργειών με τις μη σκαλιστικές – πυκνές καλλιέργειες θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα τα είδη των ζιζανίων και την καταπολέμησή τους. Η εναλλαγή να γίνεται μεταξύ φυτών με ταξινομικές διαφορές, γιατί συνήθως προσβάλλονται από διαφορετικά παράσιτα.

Τα λιπάσματα πρέπει να εφαρμόζονται στην καλλιέργεια που τα εκμεταλλεύεται παραγωγικότερα. Το σύστημα αμειψισποράς, που θα επιλέξουμε, πρέπει να μπορεί να τροποποιείται κατά την εξέλιξή του, αναλόγως των αναγκών και περιστάσεων (π.χ. πτώση τιμής προϊόντος). Σε ένα σύστημα αμειψισποράς, πρωτεύουσα θέση πρέπει να έχει η καλλιέργεια με τη μεγαλύτερη πρόσοδο και για την αλληλουχία των καλλιεργειών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της προηγούμενης καλλιέργειας στην επόμενη.

Παραδείγματα συνηθισμένων συστημάτων αμειψισποράς

Στο παρελθόν, σε ξηρά και πτωχά εδάφη το συνηθισμένο σύστημα αμειψισποράς που εφαρμοζόταν ήταν η διετής αγρανάπαυση – σιτηρό. Με την επέκταση των αρδευόμενων εκτάσεων και τη χρήση λιπασμάτων, συνήθη διετή αμειψισπορά αποτελεί η αλληλουχία χειμερινό σιτηρό – εαρινή καλλιέργεια.

Στα αρδευόμενα χωράφια, συνήθης τριετής αμειψισπορά είναι ψυχανθές – σκαλιστική καλλιέργεια – σιτηρό, όπου τη θέση του ψυχανθούς κατέχει συνήθως το αρδευόμενο τριφύλλι. Στα ξηρικά χωράφια, η αμειψισπορά είναι συνήθως διετής. Το ψυχανθές παρεμβάλλεται συνήθως ως χειμερινή καλλιέργεια οσπρίων και ακολουθεί χειμερινό σιτηρό.

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: