Η συμφωνία CETA απειλεί την ευρωπαϊκή προστασία απέναντι στα φυτοφάρμακα
Η εμπορική συμφωνία ΕΕ-Καναδά (CETA) θα μειώσει τον έλεγχο των φυτοφαρμάκων που εισάγονται στην ΕΕ, σύμφωνα με τη νέα έκθεση του Κέντρου για το Διεθνές Περιβαλλοντικό Δίκαιο (CIEL).
Το κέντρο αναφέρει πως η εξασθένιση των προτύπων ελέγχου θα αυξήσει την έκθεση του ανθρώπου και του περιβάλλοντος σε επικίνδυνα φυτοφάρμακα, καθώς η εναρμόνιση των κανονιστικών ρυθμίσεων μεταξύ των δύο χωρών θα μειώσει τους κανονισμούς της ΕΕ, ώστε να ανταποκρίνονται στα πολύ χαμηλότερα πρότυπα του Καναδά.
«Σε μια εποχή που όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι απαιτούνται περισσότερα μέτρα για την προστασία των ανθρώπων και του πλανήτη από επικίνδυνες χημικές ουσίες, η CETA απειλεί την υγεία και την ευημερία των ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά, εξαλείφοντας την προληπτική προσέγγιση της ΕΕ στη διαχείριση των φυτοφαρμάκων», αναφέρει η Layla Hughes, μία από τους κεντρικούς συντάκτες της έκθεσης του CIEL.
Ο κεντρικός στόχος της CETA είναι να μειώσει τα εμπόδια στο εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών, εξαλείφοντας τους ασυμβίβαστους κανονισμούς. Η κατάργηση, όμως, των εμποδίων σημαίνει συχνά την άρση των κανονισμών που προστατεύουν την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών. Ο Καναδάς έχει ιδιαίτερα χαλαρούς νόμους σχετικά με τον έλεγχο των φυτοφαρμάκων, ενώ η ΕΕ έχει μερικούς από τους ισχυρότερους στον κόσμο. Η τελευταία έκθεση του CIEL υποστηρίζει ότι αυτή η ανισορροπία θα οδηγήσει πιθανώς σε μείωση των προτύπων της ΕΕ για να καλύψει αυτούς του Καναδά και όχι το αντίστροφο.
Έχοντας ήδη λάβει έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο Υπουργών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η CETA χρειάζεται μόνο έγκριση από το Καναδικό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια της ΕΕ για επικύρωση.
Οι διαφορές
Μία από τις διαφορές ανάμεσα στην ΕΕ και στον Καναδά είναι η χρήση ορισμένων δραστικών ουσιών στα φυτοφάρμακα. Για παράδειγμα, η ΕΕ απαγορεύει τη χρήση ορισμένων δραστικών ουσιών στα φυτοφάρμακα, που επιτρέπονται στον Καναδά. Μια επανεξέταση του 2015 εντόπισε σχεδόν 40 δραστικές ουσίες που εγκρίθηκαν για χρήση στον Καναδά, αλλά απαγορεύτηκαν από την ΕΕ. Επίσης, πάνω από 1.000 καταχωρισμένα φυτοφάρμακα στον Καναδά περιέχουν ουσίες απαγορευμένες στην ΕΕ και σε άλλες αναπτυγμένες χώρες.
Μέγιστα επιτρεπόμενα επίπεδα υπολειμμάτων
Ακόμα μία διαφορά ανάμεσα στην ΕΕ και στον Καναδά είναι τα μέγιστα επιτρεπόμενα επίπεδα υπολειμμάτων. H EE έχει, γενικά, τα ισχυρότερα πρότυπα σχετικά με τα μέγιστα επίπεδα υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στα είδη διατροφής. Για πολλά φυτοφάρμακα, αντίθετα, ο Καναδάς επιτρέπει υψηλότερα επίπεδα υπολειμμάτων από ό,τι η ΕΕ. Συγκεκριμένα, στην ΕΕ, το προεπιλεγμένο όριο είναι δέκα φορές χαμηλότερο από ό,τι στον Καναδά. Οι διαφορές αυτές είναι πιθανόν να αποτελέσουν απειλή για την ασφάλεια των τροφίμων στην ΕΕ.
Ασφάλεια καταναλωτών
Αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών προτύπων για την προστασία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος αποτελεί η μείωση της προστασίας από τους χημικούς ενδοκρινικούς διαταράκτες (EDCs) στη νομοθεσία της ΕΕ για τα φυτοφάρμακα.
Οι ενδοκρινικοί διαταράκτες (EDCs) είναι χημικά προϊόντα που επιδρούν στο ορμονικό σύστημα των ζώων και των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτόν, οι ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ, οι ανεξάρτητες επιστημονικές επιτροπές, η Επιτροπή και τα κράτη-μέλη ήδη εξετάζουν τους ενδοκρινικούς διαταράκτες.
Ο Καναδάς, με βάση την εμπορική συμφωνία CETA, αναφέρει πως τα προτεινόμενα κριτήρια για τον έλεγχο των EDCs μπορούν να διαταράξουν τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων από την καναδική και παγκόσμια αγορά στην ΕΕ. Γι’ αυτό ο Καναδάς ζητά από την ΕΕ να επανεξετάσει τα κριτήρια ελέγχου σχετικά με τους ενδοκρινικούς διαταράκτες.