Kαρύδι: Στα 3,5-4 ευρώ οι τιµές, εισαγόµενα τα 9 στα 10 κιλά
Ποικίλλουν, ανάλογα με τις συνθήκες που επικράτησαν κατά την καλλιεργητική περίοδο σε κάθε περιοχή, οι εκτιμήσεις ως προς το ύψος των αποδόσεων των καρυδεώνων φέτος, λίγες μέρες πριν από την έναρξη της συγκομιδής. Την ίδια ώρα, οι πρώτες τιμές που ακούγονται από την αγορά κινούνται στα περσινά επίπεδα, στα 3,5-4 ευρώ με μικρές διακυμάνσεις ανάλογα με το μέγεθος και την ποικιλία, στην πεπατημένη όλων των τελευταίων χρόνων, στη διάρκεια των οποίων οι τιμές δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Είναι βέβαιο ότι και φέτος επιβεβαιώνεται το ενδιαφέρον για αύξηση της καλλιέργειας, που διαφαίνεται τα τελευταία χρόνια.
Καλές οι αποδόσεις στην Ελασσόνα
Ικανοποιητικές αποδόσεις, της τάξης των 400-500 κιλών το στρέμμα, περιμένουν οι καλλιεργητές καρυδιού στην Ελασσόνα, που θα μπουν στα κτήματα για συγκομιδή στο πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου. Στην περιοχή καλλιεργούνται, κατά κύριο λόγο, αμερικανικές ποικιλίες με κυρίαρχη την Chandler. «Σε γενικές γραμμές, προηγήθηκε μια καλή καλλιεργητική περίοδος, με εξαίρεση κάποια κτήματα που χτυπήθηκαν από χαλάζι σε ένα μέρος της πόλης της Ελασσόνας», μας είπε ο Αστέριος Νάνος, γεωπόνος της Οργάνωσης Παραγωγών Κελυφωτών του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ελασσόνας.
Η οργάνωση φέτος διαχειρίζεται την παραγωγή 300 στρεμμάτων καρυδεώνων, τα οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, «κάθε χρόνο αυξάνονται, πράγμα το οποίο υποδεικνύει αφενός το ενδιαφέρον των καλλιεργητών να ενταχθούν στο συλλογικό σχήμα, αφετέρου την αύξηση της καλλιέργειας, δεδομένων των καλών αποδόσεων και της καλής τιμής του προϊόντος έναντι άλλων». Τα πρώτα μηνύματα που έχει η οργάνωση από την αγορά καταγράφουν το εμπορικό ενδιαφέρον για το προϊόν, ενώ ήδη λόγος γίνεται για τιμές στα 3,5-4 ευρώ το κιλό, σύμφωνα με τον κ. Νάνο.
Ο ίδιος σημειώνει ότι χαρακτηριστικό της καλλιέργειας είναι ότι δεν διατηρείται από τους παραγωγούς ως κύρια, «γιατί χρειάζεται μια δεκαετία για να δώσει ένα ικανοποιητικό εισόδημα». Όπως εξηγεί, «δεν μπορεί σε έναν παραγωγό που καλλιεργεί 50 στρέμματα, να του πούμε να τα βάλει όλα καρυδιές. Μετά την πενταετία, αρχίζει να δίνει τις πρώτες μικρές αποδόσεις και κάθε χρόνο αυξάνονται. Έτσι, ως επί το πλείστον, είναι συμπληρωματική καλλιέργεια. Στην Ελασσόνα, ένας καλλιεργητής βάζει 30 στρέμματα καρυδιές, μαζί με σιτηρά, καλαμπόκια, τριφύλλι, αραβόσιτο, ψυχανθή».
Μειωμένη η καρπόδευση σε Στερεά και Μακεδονία
Μετά τις 25 Σεπτεμβρίου, θα ξεκινήσει η συγκομιδή στην ευρύτερη περιοχή της Αταλάντης, όπου η καλλιέργεια επικεντρώνεται σε καινούργιες ποικιλίες (Chandler, Harltey, Serr, Franquette). «Την τελευταία δεκαετία, η καλλιέργεια παρουσίασε αλματώδη ανάπτυξη. Όσοι είχαν χωράφια έβαλαν καρυδιές. Ακόμη δεν έχουν φτάσει στη μέγιστη απόδοσή τους, καθώς ανάλογα με την ποικιλία χρειάζονται 12-14 χρόνια», ανέφερε, μιλώντας στην «ΥΧ», ο Άγγελος Μπούτσικας, παραγωγός στην Αταλάντη.
Φέτος, σύμφωνα με τον ίδιο, «τα πρώτα δειλά μαζέματα έδειξαν ότι έχουμε καλύτερη ποιότητα από πέρσι, δεδομένου ότι το καλοκαίρι δεν είχαμε καύσωνες, αλλά ελαφρώς μειωμένη παραγωγή, την οποία δεν μπορούμε ακόμη να υπολογίσουμε με ακρίβεια, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών που επικράτησαν την άνοιξη, που δεν επέτρεψαν να δέσουν όλοι οι καρποί. Οι καλές αποδόσεις, πάντως, υπό κανονικές συνθήκες για τα μεγάλα δέντρα μπορούν να φτάσουν ακόμα και τα 50 κιλά το δέντρο, ήτοι 700 κιλά το στρέμμα, όπως επεσήμανε. Όσον αφορά τις τιμές, ακόμη οι έμποροι δεν έχουν εκφράσει τις προθέσεις τους, αλλά και ο κ. Μπούτσικας, από την πλευρά του, μας είπε πως «λίγο-πολύ οι τιμές είναι σταθερές». «Εδώ, στην Αταλάντη και στις γύρω περιοχές», συμπλήρωσε, «η τιμή διαμορφώνεται στα 4-4,5 ευρώ το κιλό. Είναι από τις ακριβές περιοχές, γιατί έχει τις καινούργιες ποικιλίες, ενώ στις άλλες περιοχές υπάρχουν και παλιά δέντρα, κάτι που δεν συμβαίνει εδώ».
Μειωμένες αποδόσεις αναμένονται και στην Κεντρική Μακεδονία, λόγω χαμηλής καρπόδεσης, σύμφωνα με τον Χάρη Τσεσμελή, γεωπόνο στη Βέροια. Από τη σκοπιά του αντικειμένου του, επιβεβαιώνει το αυξημένο ενδιαφέρον για φυτεύσεις καρυδιάς, στο πλαίσιο του γενικότερου ενδιαφέροντος που διαφαίνεται για τα ακρόδρυα τα τελευταία χρόνια. Κυρίως αυτό εντοπίζεται σε επικλινείς εκτάσεις που έχουν νερά, περιορίζοντας εκτατικές καλλιέργειες, δεδομένου ότι «αφήνει ένα καλύτερο εισόδημα σε σχέση με αυτό που δίνουν καλλιέργειες όπως σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι κ.ά.»
Ένα προς δέκα η αναλογία ελληνικού-εισαγόμενου στην αγορά
Οι τιμές που κατέγραψε το ρεπορτάζ της «ΥΧ» καταδεικνύουν σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις τιμές του ελληνικού καρυδιού και των εισαγόμενων κυρίως από χώρες της Αν. Ευρώπης, με τις αναλογίες στην αγορά σε ποσότητες ένα προς δέκα. Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς από το χονδρεμπόριο, η ελληνική ψίχα πωλείται στα 10-11 ευρώ το κιλό έναντι 8 ευρώ της ουκρανικής και της βουλγαρικής, ενώ το καρύδι με κέλυφος έχει 3,5-4 ευρώ έναντι 2 ευρώ της καλής κατηγορίας εισαγόμενου. Παράλληλα, υποστηρίζουν πως οι τιμές αυτές του ελληνικού προϊόντος είναι αποτρεπτικές για εξαγωγές, παρόλο που υπάρχει ενδιαφέρον στις ξένες αγορές.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως αντιστρόφως ανάλογη είναι η σχέση του εγχώριου καρυδιού –και γενικά των ξηρών καρπών– με εκείνο των ΗΠΑ, με το τελευταίο να είναι από τα ακριβότερα παγκοσμίως.
Τα παραπάνω οδηγούν σε κάποιες σημαντικές, κατά τη γνώμη μας, επισημάνσεις: πρώτον, ότι οι αποκλίσεις ανάμεσα στο εγχωρίως παραγόμενο προϊόν και στα φθηνά εισαγόμενα αποτελούν πεδίο δράσης για επίδοξους «νονούς» που βαφτίζουν τα εισαγόμενα για ελληνικά. Δεύτερον, πως η Ελλάδα πρέπει να επιλέξει τη στρατηγική πολιτική πρόσβασης στις αγορές, καθώς καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στα πολύ πιο φθηνά και στα πιο ακριβά ομοειδή προϊόντα. Είναι ολοφάνερο πως όσο δεν το πράττει αυτό, η παραγωγή να συμπιέζεται ανάμεσα σε αυτές τις συμπληγάδες, και μάλιστα για προϊόντα που έχουν δυναμική και προοπτικές ανάπτυξης.