Μύλος… το μαλακό σιτάρι. Καλή αναμένεται η παραγωγή, ερώτημα παραμένουν οι τιμές
Με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις μαλακού σιταριού στην Ελλάδα να παραμένουν σταθερές στα 1,56 εκατομμύρια στρέμματα κατά την τελευταία τετραετία, σε αντίθεση με την πτωτική τάση της υπόλοιπης ΕΕ, και με την ποιότητα και τις στρεμματικές αποδόσεις να είναι θετικές, λίγες εβδομάδες πριν από τον θερισμό, το ερώτημα παραμένει ένα: οι τιμές. Και οι απόψεις διίστανται:
Οι παραγωγοί κρίνουν ότι πρέπει να αυξηθούν στα 23-24 λεπτά, ενώ τα άλλα μέλη της εφοδιαστικής αλυσίδας, έμποροι και κυλινδρόμυλοι, διαφωνούν.
Παραγωγή
«Λόγω της περσινής μειωμένης παραγωγής, αλλά και της μεγαλύτερης απόδοσης του κριθαριού, φέτος έχουν σπαρθεί μικρότερες εκτάσεις με μαλακό σιτάρι στην περιοχή», δήλωσε ο κ. Ορφανίδης, καλλιεργητής σιτηρών στα Γρεβενά και πρόεδρος του ΤΟΕΒ «Καρπερού-Δήμητρας», εκτιμώντας ότι φέτος, παρά τις δυσκολίες, η χρονιά θα κινηθεί καλύτερα. «Αν εξακολουθήσουν οι βροχοπτώσεις που είχαμε και κατά την τελευταία εβδομάδα, αναμένεται μία καλή και ποιοτική παραγωγή, καθώς μέχρι τώρα τα σπαρτά είναι ζωντανά και υγιή, πλην κάποιων εξαιρέσεων που έχουν προσβληθεί από μύκητες», συμπλήρωσε. Με αυτά τα δεδομένα, η αναμενόμενη ποσότητα είναι 400-500 kg κατά τον κ. Ορφανίδη.
Λίγο καλύτερη από πέρυσι χαρακτήρισε και ο Γιώργος Μωυσιάδης, έμπορος σίτου που δραστηριοποιείται στη Δυτική Μακεδονία, τη φετινή παραγωγή, παρά την ξηρασία που επικράτησε μέχρι τον Απρίλη. «Η βροχή των τελευταίων ημερών φαίνεται να μας κάνει να ελπίζουμε» δήλωσε, εκτιμώντας παράλληλα ότι «δεν θα υπάρχουν κενά στάχια λόγω ανομβρίας, και άρα μπορεί να είμαστε κατά 50-70 kg/στρέμμα πιο πάνω από πέρυσι».
Τιμές – εισόδημα
Με την τιμή των 16-18 λεπτών το κιλό και την περσινή μικρή παραγωγή, «ήταν μία χαμένη χρονιά», σύμφωνα με τους παραγωγούς. «Η αξία του προϊόντος σίγουρα είναι πολύ μεγαλύτερη. Θεωρούμε ότι η ποιότητα του ελληνικού ψωμιού δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, εάν δεν υπήρχε το ελληνικό σιτάρι», προσθέτουν. Το κόστος παραγωγής ανέρχεται στα 80-100 ευρώ το στρέμμα αναφέρει ο κ. Ορφανίδης και συνεχίζει, λέγοντας πως «μία λογική τιμή, δεδομένης της μονοκαλλιέργειας, θα ήταν στα 22-24 λεπτά το κιλό, ώστε να καλυφθεί το κόστος, να γίνει η απόσβεση, αλλά να προκύψει κι ένα απόθεμα για την καλλιέργεια της επόμενης χρονιάς. Αλλιώς παρατηρείται και το φαινόμενο πολλές εκτάσεις να μένουν ακαλλιέργητες, γιατί δεν γίνονται πιστώσεις».
Τα 14 λεπτά το κιλό όρισε ως μέση τιμή για το μαλακό σιτάρι φέτος, από την πλευρά του, ο κ. Μωυσιάδης, κυρίως λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού από τη γειτονική Βουλγαρία, ενώ εξέφρασε τον φόβο του ότι δεν θα ανέβει πάνω από τα 16 λεπτά το κιλό. «Δεν εκτιμώ ότι θα πιάσουν παραπάνω, γιατί οι Βούλγαροι τα φέρνουν πιο φθηνά και τα κάνουν παράδοση όπου θέλουν», συμπλήρωσε, εξηγώντας τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά. «Δεν μας συμφέρει η εισαγωγή από τη Βουλγαρία σαφώς, μας συμφέρει τα ελληνικά προϊόντα να πάνε καλά, να έχουν τις τιμές τους, αλλά αναγκάζεται ο έμπορος να παίρνει εισαγόμενα για να μειώσει το κόστος», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο κ. Μωυσιάδης.
«Αθρόες εισαγωγές, ακόμα και αμφίβολων προϊόντων και ζωοτροφικών σιτηρών», φαίνεται να εμποδίζουν την άνοδο των τιμών, σύμφωνα με τον Χρυσόστομο Παυλίδη, του ΑΣ Γρεβενών, ο οποίος βλέπει μεσάζοντες και συμφέροντα να λειτουργούν σε βάρος των παραγωγών που δεν πιάνουν καλύτερες τιμές ακόμη και σε ποσότητες που παρέμειναν αποθηκευμένες για μήνες. «Ο παραγωγός, αυτήν τη στιγμή, πνιγμένος από τα χρέη, αναγκάζεται και παίρνει προκαταβολές, με αποτέλεσμα την περίοδο της συγκομιδής να δίνει σκοτωμένα τα προϊόντα του και το όποιο κέρδος να πηγαίνει στους μεταποιητές και στους εμπόρους», επεσήμανε χαρακτηριστικά.
Εκφράζοντας την εκτίμησή του ότι και φέτος οι τιμές θα κυμανθούν στα περσινά επίπεδα των 18-20 λεπτών, ο Δημήτρης Χαλάτσογλου, αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Αλευροβιομηχάνων, σχολίασε την αναντιστοιχία τιμών και κόστους παραγωγής για τον Έλληνα καλλιεργητή, επισημαίνοντας ότι «ακόμη και αν η τιμή πάει στα 22-23 λεπτά, ο παραγωγός δεν θα μπορέσει να καλύψει το κόστος», διότι αυτό «εξαρτάται και από την ποιότητα και την ποσότητα που θα παράξει, αλλά και από το κόστος των λιπασμάτων, των καυσίμων και πολλών άλλων εξόδων που είναι δυσανάλογα της τιμής πώλησης».
Λύσεις
Έλεγχο των εισαγωγών, καθώς και καλύτερη συγκέντρωση και διάθεση των προϊόντων μέσω των ομάδων παραγωγών και των συνεταιρισμών θέτουν ως λύσεις στο πρόβλημα οι παραγωγοί. Στο ίδιο πλαίσιο και ο κ. Μωυσιάδης, τόνισε ότι «οι παραγωγοί δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν με φόβο τις συνεργασίες και τους συνεταιρισμούς, καθώς έτσι θα υπήρχαν πολλά οφέλη και στις επιδοτήσεις και θα κέρδιζαν καλύτερες τιμές».
Παράλληλα, ο κ. Χαλάτσογλου, έθεσε ως προτεραιότητα την σωστή διαχείριση των σιτηρών, μέσω της πιστοποίησης και του σωστού διαχωρισμού κατά τη συγκομιδή και την αποθήκευση, διότι, όπως είπε, «βλέπουμε ότι μπλέκονται παραγωγές από χωράφι σε χωράφι, γιατί η μία μειονεκτεί σε σχέση με την άλλη, για να πάρουν την ίδια τουλάχιστον τιμή, με αποτέλεσμα στο τέλος να χάνει και το καλό, πιάνοντας χειρότερη τιμή κατά τη διαπραγμάτευση», αποδίδοντας ευθύνες και στους συνεταιρισμούς.