Οι σφουγγαράδες της Κούταλης που άλλαξαν τη Λήμνo
«Όλοι καλάρουνε και δε βγάζουν ψάρια, καλάρουν οι Κουταλιανοί και βγάζουνε σφουγγάρια». Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να παραφράσουμε το γνωστό αιγαιοπελαγίτικο τραγούδι, αφού οι «Κουταλιανοί» σφουγγαράδες δίδαξαν την τέχνη τους στο νησί της Λήμνου. Δυστυχώς, ελάχιστοι σήμερα ασχολούνται με το σπουδαίο προϊόν, λόγω της χαμηλής τιμής του και της έλλειψης τεχνογνωσίας.
Οι κάτοικοι της Κούταλης ήρθαν στη Λήμνο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και έφεραν μαζί τους την τεχνογνωσία της αλίευσης σφουγγαριών, αλλάζοντας την τοπική οικονομία του νησιού, που είχε μακραίωνη παράδοση στην κτηνοτροφία. Ακόμη και το επάγγελμα του ναυτικού, οι κάτοικοι της Λήμνου, σε αντίθεση με κατοίκους γειτονικών νησιών, το ακολούθησαν κυρίως μετά τη δεκαετία του ΄50.
Οι Κουταλιανοί προέρχονταν από ένα από τα τέσσερα νησιά της Προποντίδας, κοντά στη Χερσόνησο της Κυζίκου. Στην αρχαιότητα λεγόταν Κύταλις και αποικήθηκε από Μιλήσιους τον 7ο αιώνα π.Χ. Πρόκειται για ένα λιλιπούτειο νησάκι της επαρχίας της Προικονήσου, μόλις 3 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που θεωρείται από τα νησιά του Μαρμαρά, γιατί εκεί υπήρχαν λατομεία λευκού μαρμάρου στην αρχαιότητα. Οι κάτοικοι της Κούταλης ασχολούνταν με τη ναυτιλία, την αλιεία και τη σπογγαλιεία. Όμως, όταν ένα καράβι ναυάγησε αύτανδρο το 1862, τους ώθησε να ασχοληθούν πιο συστηματικά με τη σπογγαλιεία. Το επάγγελμα αυτό το ακολούθησαν και όταν εγκαταστάθηκαν στη νέα πατρίδα, τη Λήμνο, επηρεάζοντας και το ντόπιο πληθυσμό.
Πως διαλέγουμε… σφουγγάρι;
Η ποιότητα των σπόγγων εξαρτάται από το μέγεθος και τα «ρουθούνια» τους, δηλαδή τις τρύπες που έχουν. Το σφουγγάρι συναντάται σε βάθος 1-2 μέτρων κάτω από τη θάλασσα, ενώ οι βουτηχτές έφταναν έως και 40 μέτρα κάτω από την επιφάνειά της, για να το αλιεύσουν. Οι σφουγγαράδες έφευγαν τον Απρίλιο για ψάρεμα και γυρνούσαν τον Οκτώβριο, ή και λίγο νωρίτερα. Το πρώτο τεστ για τα εργαλεία τους, όμως, όπως μας αναφέρθηκε, γινόταν την περίοδο της Αποκριάς, όταν βουτούσαν για θαλασσινά και έφερναν αλιεύματα στα καφενεία της Κούταλης την Καθαρά Δευτέρα. Αρχικά χρησιμοποιούσαν ένα σκάφος με κουπιά, μήκους περίπου 8 μέτρων και την καταδυτική μηχανή στο κέντρο, που λεγόταν «Μπότης». Την ώρα της κατάδυσης, ο Μπότης ακολουθούσε τον δύτη με τα τέσσερα κουπιά και του παρείχε αέρα μέσω της καταδυτικής μηχανής. Το σκάφος αυτό αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από τον «Αχταρμά». Τα πληρώματα της Λήμνου έβγαιναν και τοπικά και στην Κρήτη, αλλά έφταναν ως τα παράλια της Αφρικής και πωλούσαν τα σφουγγάρια κυρίως σε χώρες της Ευρώπης και στην Ιαπωνία.
Η πρώτη επεξεργασία των σφουγγαριών γινόταν μέσα στα καΐκια από το πλήρωμα, που αφαιρούσε τους μικροοργανισμούς και τον χυμό, που θύμιζε γάλα, τα έλιαζε κ.ά. Δεύτερη επεξεργασία περνούσαν τα σφουγγάρια στα χέρια των εμπόρων, που τα ψαλίδιζαν, τ’ άσπριζαν και τα ταξινομούσαν ανάλογα με την ποιότητά τους. Στο εμπόριο σήμερα μπορεί να συναντήσει κάποιος φυσικό σφουγγάρι σε τιμή 1, 2 αλλά ακόμη και 100 ευρώ, αναλόγως με το μέγεθος, την ποιότητα, την ελαστικότητα κ.ά. Οι έμποροι προτιμούν να μην έχει πολύ μεγάλο βάρος το σφουγγάρι και να είναι συμμετρικό. Καλές ποιότητες σφουγγαριών παράγουν η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, καθώς είναι πιο ελαφρά.
«Η σπογγαλιεία σταμάτησε στη Λήμνο το 1986», εξηγεί ο Γιάννης Μοσχοβάκης, πρόεδρος της Κούταλης, ο οποίος μας μιλά για το Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης και Σπογγαλιείας Νέας Κούταλης. Είναι μαθητής του Ιορδάνη Αλευρόπουλου, ενός φωτισμένου δασκάλου, που οραματίστηκε μουσείο το οποίο θα στέγαζε τα αρχαιολογικά ευρήματα των σφουγγαράδων και σήμερα ανήκει στη δικαιοδοσία του Δήμου Λήμνου. Ασυρματιστής στο επάγγελμα, θεώρησε ότι ένα μεγάλο μέρος του μουσείου Ναυτικής Παράδοσης και Σπογγαλιείας Νέας Κούταλης πρέπει να είναι αφιερωμένο στη σπογγαλιεία, η οποία ήταν η κύρια ασχολία των νησιωτών μέχρι που αρρώστησαν τα σφουγγάρια, την περίοδο 1982-6, και τα καΐκια σταμάτησαν. «Έβρισκαν τα σφουγγάρια σάπια ή πετρωμένα σαν απολιθωμένα, χωρίς ελαστικότητα. Λόγω της κατάστασης, ο κόσμος στράφηκε κυρίως στην παράκτια αλιεία». Σήμερα, υπάρχει τοπικό σφουγγάρι βόρεια και νότια του νησιού, αλλά χρειάζεται γραφειοκρατία και ειδικές άδειες, δεν έχει τιμή στην αγορά και είναι δύσκολο να ασχοληθεί κάποιος.
Επί 60 χρόνια, πληρώματα με Κουταλιανούς και ντόπιους Λημνιούς από γειτονικές κοινότητες αλώνιζαν τις θάλασσες και έκαναν εξαγωγές σφουγγαριού. Μάλιστα, λειτούργησε Κρατική Σχολή Δυτών στη Λήμνο, την περίοδο 1963-70, η οποία έδινε διπλώματα επιτηρητή και καπετάνιου σπογγαλιευτικού. Η κυριαρχία των τεχνητών σφουγγαριών και οι ασθένειες, που χτύπησαν δυο φορές το σφουγγάρι, οδήγησαν στη σταδιακή εγκατάλειψη του επαγγέλματος. Σήμερα, ελάχιστοι έχουν απομείνει στο νησί να γνωρίζουν τη διαδικασία για την αλίευση και την επεξεργασία του σφουγγαριού.
Π. Πανάς
«Πιο καλά σφουγγάρια παίρνουν οι παπάδες»
Ζωντανή απόδειξη της παράδοσης της Λήμνου είναι ο Παναγιώτης Πανάς, που πουλά σφουγγάρια στην οδό Μητροπόλεως, στο κέντρο της Αθήνας. Βουτηχτής στα νιάτα του, εξηγεί πως το «επίκεντρο του σφουγγαριού στη Λήμνο ήταν η Κούταλη, αλλά υπήρχαν σφουγγαράδες κι από την Πλάκα, το Ρωμανό…». Προέρχεται από τον Κατάλακκο και αναπολεί την περίοδο που βουτούσε για σφουγγάρι. Το επάγγελμα επικίνδυνο, και με τη νόσο των δυτών να κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη, υπήρχε φόβος. Ήξερε άνθρωπο που πέθανε και άλλους δυο, που αρρώστησαν από τη νόσο των δυτών. Παρόλα αυτά, η ανάγκη για μεροκάματο αλλά και η αγάπη για το σφουγγάρι ήταν πιο δυνατή. Σημειώνει πως «το σφουγγάρι αρρώστησε δυο φορές, η μία όμως ήταν καταστροφική, γιατί μας μιλούσαν για καρκίνωμα. Το έπιανες και ήταν σάπιο. Τη δεύτερη φορά άσπριζε στον βυθό, αλλά δεν είχε πρόβλημα αν το έβγαζες στην επιφάνεια».
Ο ίδιος εξηγεί πως υπάρχουν διαφορετικές ποιότητες και χρήσεις. «Πιο καλά σφουγγάρια παίρνουν οι παπάδες, όσοι ξέρουν και τα βάζουν κάτω από τη θεία κοινωνία», λέει. Ξέρει τον κόπο του φυσικού σφουγγαριού και τον πειράζει που δεν έχει τιμή σήμερα.
Το ελληνικό σφουγγάρι άλλαξε και την προσφυγιά!
Οι δυο βασικές αιτίες που εγκαταλείφθηκε η σπογγαλιεία είναι η εμφάνιση του τεχνητού σπόγγου και οι ασθένειες
Η ιστορία των Ελλήνων σφουγγαράδων έχει ανεξερεύνητες πτυχές και συνδέεται με την ελληνική νησιωτικότητα και τον Μικρασιατικό ελληνισμό. Πέρα από την Κάλυμνο, που συνέδεσε το όνομά της όσο κανένα άλλο νησί με το σφουγγάρι, νησιώτες της Δωδεκανήσου κι από άλλα μικρότερα νησιά συμμετείχαν στα πληρώματα. Ο αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Γιώργος Τσιμουρής, μας αποκαλύπτει ότι σφουγγαράδικα καΐκια είχαμε και στη γειτονική Ίμβρο, η οποία στην ακμή της έφτασε να έχει 12 στον αριθμό. Οι δυο βασικές αιτίες που εγκαταλείφθηκε η σπογγαλιεία στη Λήμνο, λέει, είναι η εμφάνιση του τεχνητού σπόγγου και στη συνέχεια οι ασθένειες που χτύπησαν δυο φορές τα σφουγγάρια. Υποστηρίζει πως η περίοδος ακμής για το σφουγγάρι στη Λήμνο ήταν η δεκαετία του ‘70, όταν οι Κουταλιανοί έφτασαν να βγαίνουν για σφουγγάρι με 35 καΐκια. Εξηγεί πως γίνονταν διαρκώς βελτιώσεις στο τεχνικό κομμάτι και το γεγονός ότι οι Κουταλιανοί είχαν επάγγελμα και τα καΐκια τους, τούς βοήθησε να έχουν πιο γρήγορη αποκατάσταση μετά την προσφυγιά.
«Η Ελλάδα δεν είχε εθνικό σχέδιο για την εγκατάσταση των προσφύγων, με εξαίρεση τις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης», εξηγεί ο ιστορικός Μιχάλης Βαρλάς, ο οποίος επιμελήθηκε το Ψηφιακό Μουσείο Νέας Σμύρνης για το προσφυγικό. «Σε αντίθεση με άλλους Μικρασιάτες πρόσφυγες, όσοι είχαν σχέση με αλιευτικές ή ναυτιλιακές δραστηριότητες, όπως συνέβη με τους Κουταλιανούς, που προέρχονταν από τις νησιώτικες κοινότητες του Μαρμαρά, είχαν καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές», τονίζει.
«Η Λήμνος δέχτηκε δυο φορές πρόσφυγες, αφού η πρώτη φορά ήταν πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά το 1914, κυρίως από το Ρεΐζντερε (κωμόπολη της Ερυθραίας κοντά στα Αλάτσατα). Η Λήμνος δέχτηκε δυσανάλογα μεγάλο πληθυσμό προσφύγων σε σχέση με τις δυνατότητές της. Παρόλα αυτά, οι Κουταλιανοί, ενώ έχασαν το σπίτι τους δεν έχασαν τη δουλειά τους, σε αντίθεση με τους γεωργούς ή άλλους επαγγελματίες της Μικράς Ασίας, οι οποίοι βρέθηκαν χωρίς σπίτι και εργασία. Δεν χρειάστηκε να πληρώσουν κόμιστρα για να μεταφερθούν, αφού είχαν τα καΐκια τους και η οικονομική ένταξή ήταν πολύ πιο εύκολη, διότι ψάρευαν στους ήδη γνώριμους δρόμους του Αιγαίου».
«Η Λήμνος», εξηγεί ο κ. Βαρλάς, «είχε πολλές μοναστηριακές γαίες και οι Μικρασιάτες σφουγγαράδες πήραν αλιευτικούς κλήρους, 3-6 στρεμμάτων, που προορίζονταν για παραγωγή τροφίμων για αυτοκατανάλωση και ήταν εντελώς διαφορετικοί από τους επαγγελματικούς-αγροτικούς. Έτσι, ενώ τα νησιά του Βορείου Αιγαίου ήταν προσανατολισμένα στο ψάρεμα προς την Τουρκία, με την είσοδο των προσφύγων παρατηρούμε αλλαγές: Προσανατολίζουν την αλιευτική δραστηριότητα προς τον εθνικό υδάτινο χώρο και λειτουργούν με συνεργατικές μορφές εργασίας, με χαμηλά μεροκάματα, αλλά και ποσοστά πάνω στην ψαριά».